Diasporic Literature Spot

 "Κάτι"
 
Posted on July 18, 2012 by Adanis Aris
 
 
The wave was sweet… when I was a youth,
searching for shapes in the pebbles,
seeking patterns,
the old man of the sea , Proteus, spoke to me:
I am your country; perhaps I’ m no one,
but I can be what you wish…
(Georgios Seferis- Nobel prize 1963)
Aris Adanis
I carved her name above the entry to the cave,
my chisel picked from the rock-strewn shore,
then beckoned to the girl to see the… inscribed lore!
She dived and was carried on the rise of a wave.

The word “KATI” should bear an echo of her name,
casting a swell to a foamy crest in a rainbow band,
to its final rest on a sea-soaked strip of land,
as the wind whispered ”KATI- KATI”, all the same.

She smiled at my ruse and plunged into the sea,
her hazel eyes shut tight against the water,
then was uplifted by the surge that brought her
to the fringes of that rocky nameless beach, a lee.

The cave will keep her carved name, for all to see, if…
the small Greek bay becomes a focus point, a meeting
of spirits long gone and those to come, however fleeting
to spot the letters “KATI”, etched on the craggy reef…[]
Aris Adanis

<<Αυτοκτονώ, άρα... Υπάρχω>>
 
Posted on June 5, 2012 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
Τώρα που οι αιώνιες Αξίες έχουν κλονιστεί,
ας απλώσουμε το βλέμμα μας, μέσα από τη
Διασπορική, σε εκείνα τα παιδιά της « Ιθάκης»
και των άλλων «Νησιών», τα παιδιά από τα οποία
αντλούμε όλοι μας τη δύναμη της εγκράτειας.
Με γκράφιτι γραμμένο σ’ ένα τοίχο
και στο χώμα πεταμένη μια βελόνα,
μες τη σιωπή του πρωινού βλέπω τον ήχο
κάποιας κραυγής, μα δεν ακούω την εικόνα.
 
Με γκράφιτι τη Γη θα ζωγραφίσω
εγώ είμ’ ο Γιώργος, είμ’ εδώ και είμ’ εντάξει,
Ρίο- Αντίρριο τη ζωή θα κολυμπήσω
ως τη στεριά, όπου ποθεί η καρδιά ν’ αράξει.
 
Με γκράφιτι το «υπάρχω» υπογραμμίζω
και χαρακιά, στο «αυτοκτονώ», βαθιά τραβάω,
το ανεκτίμητο αίμα μου δεν χαραμίζω,
θέλω να ζω, να μ’ αγαπούν και ν’ αγαπάω.
 
Με γκράφιτι τον Κόσμο θα γεμίσω,
χιλιάδες όνειρα στον νου μου έχω φτειάξει,
στο δρόμο για τη λύτρωση δεν κάνω πίσω,
εγώ είμ’ ο Γ ι ώ ρ γ ο ς, είμ’ εδώ και είμ’ εντάξει.
άΡΙς αΝΤάνης
 
Αφόρητες Αγάπες
 
Posted on May 14, 2012 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
Έβλεπες τη μάννα, που λαγοκοιμόταν
μπροστά στην τηλεόραση,
και στην ψυχή σου, φευγαλέο βάσανο κρυφό,
η αποφράδα σκέψη: «Άραγε ανασαίνει ;
Κι αν κάποτε πάψει να ζει, πώς θα το αντέξω !»
 
Έβλεπες τον πατέρα, που τον έπαιρνε
ο υπνάκος στην πολυθρόνα του,
με την εφημερίδα, ορθάνοιχτη να τον σκεπάζει,
και διάβαζες, πρωτοσέλιδη, την αγωνία σου :
«Άραγε ζει; Κι άμα δεν ζει, πώς θα τ’αντέξω !»
 
Την έβλεπες και ‘κείνη να κοιμάται, ανέμελη
στο πλάι σου, τα πρωινά
που σηκωνόσουνα για τη δουλειά, κι αναρωτιόσουν :
«Με αγαπάει άραγε ; Κι αν κάποτε χωρίσουμε
και φύγει από κοντά μου, πώς θα το αντέξω !»
 
Ο καναπές της μάννας είναι πια αδειανός,
κλειστή κι η τηλεόρασή της.
Ο πατέρας δεν κοιμάται κάτω απ’ την εφημερίδα.
Κι αυτά, καλότυχε, κι’ όλα τ’ αφόρητα, εσύ τα άντεξες :
τα πρωινά, η αγάπη είναι πάντα εκεί, στο πλάι σου…[]
Άρις Αντάνης
 
Τα "θα" που έμαθα
 
Posted on May 1, 2012 by Adanis Aris
 
 
Άρις Αντάνης
(Σε Εκείνη την Ελλάδα, την Άλλη)
Εγώ έμαθα να γράφω λέξεις. Για να σε συναντήσω.
 
Εγώ έμαθα να μετράω το χρόνο. Για να σε γνωρίσω.
Εγώ έμαθα ν ΄αγαπάω τον κόσμο . Για να σε αγαπήσω.
Εγώ έμαθα να ερωτεύομαι τη ζωή. Για να σε ερωτευτώ.
 
Εγώ θα σε συναντήσω, θα σε γνωρίσω, θα σε αγαπήσω, θα σ’ ερωτευθώ.
Για να’ ρθει η αγρύπνια μιας νυχτιάς αλλόκοτης, που δεν θα ξημερώνει, λες!
Και τότε θα είναι η πρώτη της Άνοιξης και δυό χιλιάδες εκατό, μείον ογδόντα οχτώ
του Καιρού και κάτι ώρες ακριβώς, όταν θα μετράω τα δευτερόλεπτα, ιλιγγιωδώς
να συνωστίζονται σε πολιορκία των σκέψεων, για να μου αποτρέψουν το χάραμα.
 
Κι εγώ που έλεγα ότι κανένα πλάσμα, εξόν ο Πλάστης, δεν θα μου απαγορέψει
το δικό μου χάραμα, θα νιώθω αίφνης να αργούνε τα πουλιά και να κρυώνουν
και θα αγγίζω το όνειρό σου το άπιαστο, με μάτια ορθάνοιχτα και υγρά,
απ’ το θεσπέσιο μύρο σου που εξατμίζεται, μέσα στο τετράγωνο και στον κύβο μου.
 
Κι ένα σου φιλί θα στάζει ολόδροσες σταλαγματιές πνευματικών εκκρίσεων,
από αδένες οιστρήλατους, ενώ η μεστή, από μια χάρη θεϊκή, φωνή σου, θα ψάλλει,
σε διφωνία αρμονική, με τη ζεστή από έναν έρωτα θεό, αγνή ψυχή σου, άσμα
λειτουργικό στην Αγία Πρωτομαγία του μεταπατορικού αμαρτήματος,
που θα ηχεί ωσάν προσόμοιο στιχηρό, το πιο μελωδικό της χαρμολύπης μου.
 
Κάπως έτσι ολοκληρώνω τη μάθηση, που μου έμαθε, ότι η μάθησή μου δεν ολοκληρώνεται!
Έμαθα ότι θα σε συναντήσω αλλά θα είσαι αλλού, θα σε γνωρίσω αλλά δεν θα σε ξέρω,
θα σ’ αγαπήσω, αλλά δεν θα με πιστέψεις, θα σε ερωτευτώ, αλλά δεν θα σε έχω…
Εγώ τώρα έμαθα, γιατί έμαθα να υπομένω την απουσία σου: Για να μου λείπεις.
 
Εγώ έμαθα. Εγώ έμαθα ποια είσαι. Εγώ τώρα έμαθα, γιατί έμαθα ποια είσαι:
Γιατί είσαι εκείνη που δεν έμαθα… Ένας θησαυρός ανεύρετος και ανεκμετάλλευτος,
που θα αιωρείσαι μέσα στους Καιρούς, άπειρο μείον άπειρο, θα πολιορκείσαι
αναιχμάλωτη, σαν να μη θέλεις να εξασφαλιστείς μέσα σε καμία ασφάλεια,
κι έτσι θα μένεις διαρκώς ανασφαλής, όπως εγώ, κι ευάλωτη, όπως κι εγώ,
 
σε χέρια βέβηλα και πρόσωπα αναρμόδια, όπως εγώ, μέσα σε στέκια ανήλιαγα
των καιροσκόπων της αμάθειας, όπως εγώ, στους λερούς χιτώνες των σωτήρων σου,
όπως εγώ και πάνω στους υπαίθριους ζυγούς των απαθών σαράφηδων του έρωτα,
όπως εγώ, που αδυνατούν να εκτιμήσουν τα ανεκτίμητα καράτια σου. Όπως εγώ!
 
Εγώ τώρα έμαθα, γιατί έμαθα να ερμηνεύω τον εαυτό μου: Για να ερμηνέψω
εσένα που δεν έμαθα. Εγώ, τώρα έμαθα, γιατί έμαθα να γράφω τις λέξεις μου:
Για να κρυφτώ μέσα σ’ αυτές. Για να μη με βρίσκεις. Για να σε χάσω.
Στις λέξεις μου σε βρήκα. Σε κείνες θα σε χάσω!…..[]
Άρις Αντάνης
 
 
Πλάγιος πρώτος
 
Posted on April 3, 2012 by Adanis Aris
 

ΠΑΣΧΑ - 2012
 
Άρις Αντάνης
Σ’ ευχαριστώ, Θεάνθρωπε,

που μ’ άφησες να ζήσω

κι εφέτος, τ’ Άγια Πάθη Σου

να ’ρθω να προσκυνήσω.
 
 
Ποτάμι ρέει το δάκρυ μου

μες από την ψυχή μου,

μη μ’ αρνηθείς, Φιλεύσπλαχνε

κι άκου την προσευχή μου.
 
 
Αν και δεν είμαι άξιος

να Σου φιλώ τα πόδια,

συγχώρα μου τα κρίματα

και γκρέμισε τα εμπόδια,
 
 
σθένος να βρω και θάρρητα

να νιώσω καλοσύνη,

πως η κακία πέτρωσε

και βάρος μού έχει γίνει.
 
 
Η άκρα Σου ταπείνωση,

παράδειγμα κι Αξία,

να διώξει από τη σκέψη μου

τη ματαιοδοξία.
 
 
Την ένδοξή Σου Ανάσταση

υμνώ σε ήχο πλάγιο

και Σου ζητώ μη μου στερείς

το Πνεύμα σου το Άγιο.
 
 
Να συγχωρέσω, βόηθα με,

να μη μισώ κανένα,

όλο τον κόσμο να αγαπώ

και πρώτα απ’ όλα… εμένα..[]
Αρις Αντάνης
 
Κορκοτσάνια*
 
Posted on February 16, 2012 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
Τα ’ δες πώς κουνάνε πέρα-δώθε τα σπαγκάτα φύλλα τους;
Κάνουν πως αφήνονται έρμαια στα θαλάσσια ρεύματα…
Θαρρείς χορεύουν, δίχως βήματα, καθώς, κιτρινοπράσινες
λικνίζουν τις παράσιτες κεραίες τους – έλα- σε προκαλούν.
Στα βότσαλα προσκολλημένοι θύσανοι , φούντες θαλασσινές
και από πάνω να πλασάρει την πολυχρωμία της μια πέρκα.
 
Τα’ δες πώς κινούν τα νήματά τους; Κι όλου του βυθού,
θαρρείς, τα νήματα, αφού ανάγυρω κυκλοφορούν οι χάνοι,
με τα ορθάνοιχτά τους στόματα, από βουλιμία και έκπληξη,
ενώ ένας γύλος αλαζόνας δοκιμάζει τη λιγνή απερισκεψία του,
και ναρκισσεύεται στον κίνδυνο να τυλιχτεί στα οξέα εκκρίματα
των φύλλων, για να πληρώσει ο αφελής τα κρίματα των φίλων.
 
Τα, δες πώς ζούνε αργόσχολα, κινούνται ακίνητα, έλκουν
την προσοχή και στήνουν ξόβεργες, για να σ’ αρπάξουν,
γαριδούλα, στις γλιδερές πλεξούδες τους και να σε πιουν,
του βύθους τα παράσιτα, να χαρούνε δωρεάν τη χάρη σου
και να σου κλέψουν την τιμή σου, με ατιμία και δηλητήριο,
πώς και δεν βλέπεις τον αδαή αστερία που σαγηνεύτηκε;
 
Τα’ δες και μη ξεχνάς τι σού ‘λεγε η μάννα σου, παιδί,
σαν έβγαινες με τσούξιμο και κλάματα απ’ τη θάλασσα,
ν’ αλείψει με λαδάκι τ’ αναιμικό κορμάκι, να ξεκολλήσει
τις βδελυρές τους πλοκαμίδες: «παιδί μου, του αχινού
τα μαύρα αγκάθια μη σε σκιάζουν, γιατί ξέρεις πού πατάς.
Μα ν’ αποφεύγεις, της ζωής τ’ αθώα κορκοτσάνια… []
Άρις Αντάνης
(Από την ποιητική συλλογή του «ΘΑ ΠΑΩ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ»
Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ- Αθήνα 2005)
*Σημείωση: Τα κορκοτσάνια είναι ένα μικρό ποώδες φυτό της θάλασσας, με κιτρινοπράσινα, κολλώδη νηματοειδή φύλλα, που παράγουν οξύ και «κολλάνε» σε ό,τι τα αγγίξει. Στο ανθρώπινο δέρμα δημιουργούν ερεθισμό και τσούξιμο, που δεν περνάει εύκολα. Αν πέσει κανείς σε δάσος από κορκοτσάνια και δεν γνωρίζει γι αυτά κινδυνεύει ακόμα και σοβαρά.
Η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά και πρέπει να προέρχεται από τη «ντοπιολαλιά» του Πόρου. Μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να βρω τον επιστημονικό όρο. Αν κάποιος γνωρίζει, ας μας πληροφορήσει. Ευχαριστώ πολύ. Άρις.-
 Διάταξε με...

Posted on January 2, 2012 by Adanis Aris

Άρις Αντάνης
«-Διάταξέ με», μου είχε πει, «τι θέλεις να σε φέρω;
θέλεις καφέ, θέλεις γλυκό, ή μήπως θες ουζάκι;
Να’ ναι κυδώνι το γλυκό, σύκο για περγαμόντο,
θέλεις νεράντζι ή βύσσινο, θες συριανό λουκούμι;
Και να σε φέρω και νερό να πιεις να ξεδιψάσεις.
Το καφεδάκι σου γλυκύ για μέτριο; Διάταξέ με.
Κι αν θέλεις ούζο με το λες, να φέρω μεζεδάκι,
 
 
διάταξέ με», επέμενε κι άλαλος είχα μείνει,
να την κοιτώ, μικρόσωμη, γλυκιά, ασπρομαλλούσα,
με τα δυο χέρια στην ποδιά και με αγωνία στα μάτια,
καλοσυνάτα, ν’ απορούν, καθώς δεν απαντούσα:
«Μπας και δεν θέλει τίποτα να πάρει από όλα τούτα;»
«-Έχουμε κι άλλα, γιόκα μου, το σπίτι μας γιομάτο,
διάταξέ με και θα δεις» , η γιαγιά ορθοστεκόταν.
 
 
Κι εγώ σαν στήλη άλατος, χαμήλωσα τα μάτια
κι από ντροπή δεν τόλμησα να αρθρώσω ούτε λέξη.
Κι έμεινα έτσι άναυδος, μπροστά στο μεγαλείο
της τόσης ταπεινότητας και της απλότητάς της,
άφωνος μπρος στην έμπνευση της άδολης αγάπης,
του αγνού καλωσορίσματος και της φιλοξενίας.
«-Διάταξέ με», μού είχε πει, κι έπρεπε να υπακούσω!
 
 
«-Ένα λουκούμι», ψέλλισα , κι εκείνη- κρίμα ή όχι!-
ποτέ της δεν θα μάθαινε πως μ’ είχε κυριέψει.
Κι αλήθεια, ως τα σήμερα, δεν έχω ξανακούσει,
στα χρόνια που διαβήκανε και στους λαούς του κόσμου,
κανέναν άλλον άνθρωπο, να λέει αυτές τις λέξεις:
«-Διάταξέ με», μου είχε πει, και σ’ όλη τη ζωή μου,
η τρυφερή της προσταγή θα μ’ έχει… σκλαβωμένο!…
‘Αρις Αντάνης
 
Συμφιλίωση
 
Posted on December 28, 2011 by Adanis Aris
 
 
(New Year’s resolution)
Άρις Αντάνης
Παίξε, Αιώνιε Αυλέ του Χρόνου.
Παίξε τη Μουσική σου,
το Παρελθόν μας, το Παρόν, το Μέλλον,
παίξε. Η Μουσική σου θα ερμηνέψει
το αποτύπωμα της Αιωνιότητας.
Έχουν φθαρεί πια οι Ζυγοί
κι ας λάμπουν.
 
Ζωγράφισε, Ανεξίτηλο Χρώμα του Απείρου.
Ζωγράφισε την καθημερινότητά σου,
το Παρελθόν μας, το Παρόν, το Μέλλον,
ζωγράφισε. Η ρωπογραφία σου θα απεικονίσει
το αποτύπωμα της Αιωνιότητας.
Έχουν ισοσκελιστεί πια οι Ζυγοί
κι ας πάλλονται.
 
Γαλήνεψε, Ωκεανέ μιας, μόνο, Αγάπης.
γαλήνεψε το Κύμα σου,
το Παρελθόν μας, το Παρόν, το Μέλλον,
γαλήνεψε. Το Κύμα σου θα αρμενίσει
το αποτύπωμα της Αιωνιότητας.
Δεν συμβολίζουν πια οι Ζυγοί
κι ας θορυβούν.
 
Φύσηξε, Φύση, ύπατη Τέχνη, αγνή Αρετή,
φύσηξε το Πνεύμα σου,
το Παρελθόν μας, το Παρόν, το Μέλλον,
φύσηξε. Το Πνεύμα σου είμαστε όλοι εμείς,
ένα αποτύπωμα στην Αιωνιότητα.
Δεν μας φοβίζουν πια οι Ζυγοί
κι ας απειλούν.
 
Η Ζωή και ο Θάνατος αγγίζονται τώρα απαλά,
αναμεταξύ τους. Προσδένουν το Παρελθόν με το Παρόν
και με το Μέλλον. Φιλιούνται. Αρπάζει
η Μια τον Άλλον αγκαλιά και απομακρύνονται.
Η Ζωή και ο Θάνατος είναι προσωρινοί.
Μοναχά η Ελευθερία θα ΖΕΙ στην Αιωνιότητα.
Τ ο υ ς __Ζ υ γ ο ύ ς __λ ύ σ α τ ε.
Άρις Αντάνης
 
 
Εάν το θέλεις...
 
Posted on November 29, 2011 by Adanis Aris
 


Άρις Αντάνης

Στο δάσος με τα πεύκα

Εάν το θέλεις, εγώ μπορώ να σου μιλώ…
 
Θα περπατήσουμε μαζί, μέσα στο δάσος με τα πεύκα, που δεν τα ’χουν κόψει, που δεν τα ’χουν κάψει.
 
Σμαραγδί, μάς καρτεράει, το Λιμανάκι της Αγάπης, ξυπόλυτους στην άμμο του σεφέρη, την καυτή, και χάρτινο θα μάς καλεί, αποψινό, του χατζιδάκι το φεγγάρι.
 
Θα λείπουνε τα σύρματα τ’αγκαθωτά που λένε «μη». Οι ταμπέλες δεν θα γράφουνε «verboten», αλλά «είσοδος ελεύθερη», δίχως ομπρέλες με ξαπλώστρες πλαστικές και προβολείς από τα κότερα, που ψάχνουν αδιάκριτα μέσα στις φυλλωσιές, να ξεκουρνιάσουν τα σπουργίτια απ’ τις φωλιές τους…
 
Κι αυτά που φωσφορίζουν μέσα στο νερό θα είναι θαλασσινά ζωύφια κι όχι κονσερβοκούτια που θαμπώνουνε τα ψάρια και τα μπαφιάζουν από έκπληξη…

«Nocturnal»

Θα έρθω με το φίλο τον ιωάννη, νυχτερινή καντάδα, «ειν’ η ζωή τόσο μικρή, έλα να τη χαρούμε», πρίμο-σεκόντο με τον αθανάσιο, «η πρώτη μας νύχτα αργά θα κυλήσει», πρίμο- μπαριτονάλε με τον κώστα, «ήταν ολόγλυκο το στόμα της», σεκόντο- μπάσο με τον μπάσο το θωμά «το πλοίο που σαλπάρει, μακριά μου θα σε πάρει και θα μου λεν για σένα οι άσπροι γλάροι…»
 
Κι εγώ θα κρατάω το «ξύλο» που παράγει μουσική, τα δάχτυλα ά-πειρα κι ανώριμα, μαθητικά, τα όνειρα άπειρα και γνώριμα, μαγευτικά, κι όμως φωνές καλλίφωνες θα ξεγλιστρούν απ’ τη γωνία, με αγωνία και αρμονία «οι κρίνοι δροσοβόλοι, δες π’ ανθούν, τ’ αηδόνια στα κλωνάρια τους για σε γλυκολαλούνε, ξύπνησε, ωραία θεά, ξύπνα, άγγελε…»

Μη σταματάς

Κάθε εφτά στιγμές θα σημαδεύω με το βλέμμα μου ψηλά στις γρίλιες σου, να δω αν άναψες κανένα φως για να μου στείλεις το σινιάλο:
 
«Δεν μ’ αφήνουν τα τραγούδια σου να κοιμηθώ, γι αυτό… μη σταματάς να παίζεις».
 
Με μια κιθάρα, που δεν θα είναι ηλεκτρονική, αλλά θα’ ναι φτηνή και σκεβρωμένη, με νοτισμένες τις χορδές της απ’ την υγρασία του νησιού κι από της θάλασσας το αλάτι, αλλά κι απ’ τα ζουμιά μιας… κολοκύθας γίγαντα, που θα μας ρίξουν, άνθρωποι άμουσοι, απ’ το μπαλκόνι τους, εμείς θα εναποθέσουμε την άφτειαχτη σταφιδωτή κολοκυθόπιτα, θυσία και ανάθημα, πάνω στον άυλο κι απύθμενο βωμό των άπληστων θεών της Μουσικής και του Έρωτα….

Το πέμπτο τραγούδι

Κι ύστερα θα’ ρθει η αποφράς στιγμή, να σκορπιστούνε οι κανταδόροι, άλλος σε βάρκα, άλλος απάνω στην ελιά, άλλος στην πασχαλιά κι άλλος πίσω από τον ευκάλυπτο, άλλος ακίνητος να παριστάνει το άγαλμα ανάμεσα από τις σκιές τής νύχτας κι άλλος να τρέχει ακόμα μέχρι την αποψινή πανσέληνο.
 
Στο πέμπτο το τραγούδι ακριβώς, «είναι στιγμές που ο δύστυχος τρελαίνομαι για σένα», θα εμφανιστεί εξάπαντος η Αρχή, ο χωροφύλακας, με το προσωνύμιο «τσιμπουροκόλλης», να συνοδεύει εσαεί το ξεχασμένο του όνομα .
 
Όμως, μες τα κατάβαθα της έρημης ψυχούλας του θα είναι φιλόμουσος, αφού θα ακούει πάντα τα τέσσερα πρώτα άσματα και ύστερα θα καταδιώκει μόνο τους καλλίφωνους.
 
«Οι… φάλτσοι θα διαλυθούνε από μόνοι τους»….

«Ροζαλία»

Αύριο το πρωί «θα σε πάρω να φύγουμε», κρυφά, με το τσίγκινό μου σκάφος. «Ροζαλία», θα την πω και θα την έχω φτειάξει μόνος μου, με υλικά από πεταμένους γκαζοτενεκέδες, και θα χωράει μόνο δυο, εσένα και εμένα.
 
Και θα σαλπάρουμε απαλά, γιαλό – γιαλό, πάνω στο αντιμάμαλο, με τις παλάμες για κουπιά, αφού κουπιά δεν θα της βάλω.
 
Κι όταν θ’ αράξουμε να βγούμε στη μικρή βραχονησίδα με τα πεύκα, και αφού στο εξωκλήσι της Παναγιάς της Δασκαλειώτισσας θ’ ανάψουμε κερί να καίει τα λάθη μας, θα σου διαβάσω δυο γραμμές που έγραψα στο Λεμονόδασος για χάρη σου, σαν όρκο και σαν προσευχή:
 
«Δεν φταίω εγώ», σου έγραψα, «για ό,τι γίνει στη ζωή μας, μα φταίω εκατό τοις εκατό και μόνο εγώ, για ό,τι δεν γίνει»… Αυτά σου έγραψα. Θα στα διαβάσω…

«A r v o r t »

Μ’ αν δεν το θέλεις πια να σου μιλώ:
 
Τότε θα τρέξω να ξαναχωθώ μες τη σελίδα πενήντα εφτά, των στίχων μου «Διάταξέ με…». Εκεί μέσα θα κρυφτώ, για να απαγγείλω, ερήμην σου, το «σιωπηλό σονέτο», καθώς απ’ το παλιό πικάπ θα ακούγεται μονότονα, το «τάμπουλα ράζα» του «άρβο πάαρτ», κοντσέρτο για δυο βιολιά και προετοιμασμένο πιάνο.
 
Και τότε, πάνω σε «πίνακα άγραφο» της πατρώας φύσης, για τιμωρία μου, θα γράψω εκατό φορές τη φράση με τις τρεις απλές μου λέξεις, που σε όλο, της ζωής μου, το ταξίδι, σε κάθε πόρτο έψαχνα να βρω, ώσπου να ξεμπαρκάρω -ο αμαθής- τις γνώσεις μου, στα τωρινά μου «θα» και στα μελλοντικά μου «άλλοτε», καθώς εκείνα ηχούν ταυτόχρονα, σαν την ανάσταση και σαν την επανάστασή μου: Μπορώ και σωπαίνω, μπορώ και σωπαίνω… μπορώ και σωπαίνω….
 
«Μπορώ και σωπαίνω…», εκατό φορές. Για τιμωρία μου…
Άρις Αντάνης
 
Άσυλο
 
Posted on November 17, 2011 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
Μην πας εκεί μαζί με όλους, τράβα μονάχος σου.
Διάλεξε την αυγινή μιας μέρας γιορτινής, την ώρα
που κοιμούνται οι χτεσινοί απ’ την υποχρεωτική
διασκέδαση. (Οι πύλες κι οι εξώπορτες δεν κλείνουν).
 
Από Τοσίτσα μπαίνεις και αργά θα περπατάς,
χωρίς να βιάζεσαι- μη σκιάζεσαι- μέχρι Στουρνάρη.
Στην ολιγόλεπτη διαδρομή, παρέα με το βήμα σου,
θα αισθάνεσαι το απρόσμενο, να σε παραμονεύει.
 
Μια εκκωφαντική ησυχία θα εξατμίζεται ολούθε,
κι εσύ θα βλέπεις το μηδέν να σε περικυκλώνει
στο κυκλοφοριακό χάος του τίποτα, όπου τα άλλα
θα μοιάζουνε αληθινά κι εσύ θα είσαι ο ψεύτικος.
 
Το ανύπαρκτο θα υπερίπταται και θα το εισπνέεις.
Θα ρέει η απόλυτη στεγνότητα και θα σε περιλούζει.
Απωθείς τα αόριστα, καθώς στριμώχνεσαι σε στίφη
μοναξιάς, που σ’ εμποδίζουνε να πας πιο γρήγορα,
 
γιατί σε κάθε βήμα σου σκοντάφτεις πάνω τους.
Μη φοβηθείς: ο τρόμος του απροσδόκητου θα είναι
η προστασία σου. Ψάξε για ένα σύνθημα μονόλεκτο.
Το παρασύνθημα είναι η αντήχηση της ίδιας λέξης.
 
Με την επίκληση, αυτόματα επέρχεται η λύτρωση,
με την ηχώ, νιώθεις την κάθαρση να χορηγεί αμνηστία
στις τύψεις σου. Κι αν λείπει, εδώ και χρόνια, το ψωμί
και η παιδεία, επιτέλους πλημμυράς ελευθερία: « ά σ υ λ ο! »

Άρις Αντάνης
 
Συναυλία Κρουστών
 
Posted on June 26, 2011 by Adanis Aris
 
 

Άρις Αντάνης

Καθισμένος πάνω σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο που ανακάλυψε σε μια γωνιά μέσα στα παρασκήνια, περιμένει να ’ρθει η ώρα του για να βγει στη σκηνή και συλλογίζεται. Αναλογίζεται τη σύντομη ζωή του, μαζί της, το χρόνο που πέρασε. Και τα καλά και τα άσχημα. Συνήθως θυμόμαστε τα καλά. Τα άσχημα τα θυμόμαστε μόνο αν θέλουμε να φανούμε δικαιωμένοι. Σε ποιους; Μα σε μας τους ίδιους, ποιους άλλους; Όμως, αυτές τις στιγμές της αναμονής, το μυαλό του δεν είναι εκεί που θα έπρεπε. Κι ενώ έχει μια συναυλία να δώσει, δύο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους δυνάμεις συναγωνίζονται, στη σκέψη του, ποια θα εξαφανίσει η μία την άλλη. Τη μία τη λένε Ματίνα και την άλλη τη λένε…«τουμπερλέκι». Η συνύπαρξή τους στο νου του πρέπει να αποκλειστεί…
 
Έτσι αισθάνεται ο Φαίδων αυτή την ώρα. Είναι εννέα και πέντε το βράδυ, στο ανοιχτό Θέατρο Πέτρας. Η “Σχολή Γιάτσικα” κάνει και φέτος επίδειξη της προόδου των μαθητών της. Η συναυλία των κρουστών έχει μόλις ξεκινήσει. Πάνω στη σκηνή βρίσκονται ήδη τα πιο μικρά αγόρια και κορίτσια. Τα βλέπεις και απορείς με τους ήχους που βγάζουν τα λεπτά τους χέρια. Άσε που έχουνε και πλάκα, τα διαβολάκια. Μετά, στο πρόγραμμα, ακολουθούν οι μεγαλύτεροι μαθητές. Μετά οι ενήλικοι. Άντρες και γυναίκες. Στο τέλος θα παίξουν τα ταλέντα. Και βέβαια θα παίξει και ο Φαίδων, ενώ στο τέλος-τέλος θα παίξει και ο ίδιος ο Γιάτσικας.
 

Όλα σχεδόν τα εκπληκτικά όργανα, που αποτελούν το συναρπαστικό κόσμο των κρουστών θα παρελάσουν στα χέρια των μαθητών της σχολής: Τουμπερλέκια, ντέφια, νταούλια, νταϊρέδες, στάμνες, ζίλια, ξύστρες, μασιές, τρίγωνα, αλλά και κόνγκας, μπόνγκος, κουίρο, σέικερ, κουδούνες…

Ο Φαίδων είναι φοβερός. Είναι άπιαστος. Να δεις πώς πάνε τα χέρια του στο τουμπερλέκι! Με ό,τι καταπιάνεται αυτός ο άνθρωπος παθιάζεται. Έτσι και στο τουμπερλέκι. Διαπρέπει. Και δεν έχει συμπληρώσει ούτε χρόνο στη σχολή. Μόλις έξι μήνες, γιατί γράφτηκε και κάπως αργά. Ο Γιάτσικας του έχει πει ότι είναι άσος. Φαινόμενο. Και τον παινεύει και με άλλα επίθετα. «Είσαι…περίπτωση», του λέει…

Αλλά βέβαια στην προσωπική ζωή του καμία πρόοδος. Καμία καινοτομία. Καμία αλλαγή. Τα ίδια πάλι. «Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου», ψελλίζει, κρατώντας μέσα στις παλάμες του, το πρόσωπό του. Αυτή η φράση τού τριβελίζει το νου. Αφού έχει φτάσει στο σημείο να σκέφτεται πικρόχολα ότι, όταν στο εξής θα ρωτούν το όνομά του, αντί Φαίδων - το «Φαίδων-ας» αποκλείεται- θα λέει Παντελής ή, ακόμα καλύτερα… Παντελάκης! Χαμογελάει. Του αρέσει βέβαια αυτή η πλακίτσα, του αρέσει όμως και το αρχαιοπρεπές όνομά του. Φαίδων! Μαθητής του Σωκράτη. Από την πόλη-κράτος Ήλιδα, δίπλα στην Ολυμπία. Έζησε τις τελευταίες στιγμές του δασκάλου του, μαζί του. Βλέπε «Πλάτωνος Φαίδων»! Το «Παντελάκης», πάντως, συμβαδίζει τέλεια με την τωρινή αυτοσαρκαστική του διάθεση, παρά την ένταση, την αγωνία και το σχετικό «τρακ» της βραδιάς.
 
 
11 ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Άλλη μία σχέση δεν φτούρησε. Και δεν ήταν επειδή η Ματίνα τον φώναζε «Φαίδων-α» και όχι «Φαίδων». Όχι, βέβαια. Αλίμονο! Ούτε γιατί πέταγε το τσιγάρο της έξω από το αυτοκίνητο, παρά τις πιο γλυκές του παρακλήσεις να μη το κάνει, «επειδή πάντα υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς», αλλά κυρίως «αφού υπάρχει το σταχτοδοχείο μέσα στο αυτοκίνητο». Κοινή λογική δηλαδή. Ο Φαίδων το βροντοφώναζε αυτό. Και όχι μόνο στη Ματίνα κι όχι μόνο για το τσιγάρο. Σε όλους και για όλα. «Τα πάντα» έλεγε «είναι θέμα κοινής λογικής και τίποτα παραπάνω». Και συμπλήρωνε, με δήθεν μετριοπάθεια αλλά και φανερό υπαινιγμό, γενικώς, κατά των ιθυνόντων: «Εγώ, ως κοινός άνθρωπος, είμαι υπέρ των… κοινών, δηλαδή υπέρ της κοινής λογικής, της κοινής τιμιότητας, της κοινής αξιοπρέπειας. Αυτά με καθιστούν παντελώς ακατάλληλο για δημόσια αξιώματα»! Έχει προφανώς κάποιες ιδιοτροπίες, ο Φαίδων, αλλά δεν είναι δα και εμμονές. Ή μήπως είναι!…
 
Κάποια βραδιά, ας πούμε, πέρσι το καλοκαίρι, είχε κλείσει το τζάμι του συνοδηγού στη Ματίνα, χωρίς εκείνη να το πάρει χαμπάρι. Κι όπως έκανε, κατά την προσφιλή κι επιπόλαιη συνήθειά της, να πετάξει πάλι το τσιγάρο έξω, το χέρι της βρήκε εμπόδιο το κλειστό τζάμι, της έφυγε το τσιγάρο, πεταχτήκανε οι καύτρες εδώ κι εκεί και βέβαια πάνω στη φούστα της και πάνω στη μπλούζα της και να κάτι τρυπούλες και να κάτι κραυγούλες μικροπανικού, γιατί μια καύτρα έπεσε και στο γυμνό της μπράτσο και την έκαψε ελαφρά, και ξέσπασε πάνω του:
 
«Ε! δεν υποφέρεσαι, καημένε», πυρ… και μανία, η Ματίνα. «Δεν υποφέρεσαι με τίποτα, ρε Φαί-δω-να!. Μείνε κολλημένος στις ψευτο… αρχές σου. Εγώ δεν σε αντέχω άλλο. Φεύγω.» Και άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
 
Εντάξει, μετά από κείνο το επεισόδιο τα ξαναβρήκανε, γιατί ο Φαίδων ζήτησε συγγνώμη, όπως πάντα. «Η παλληκαριά είναι να ζητάς συγγνώμη», υποστήριζε, αλλά από τις πολλές φορές που το είχε κάνει, γενικά, είχε και ο ίδιος την υπόνοια ότι μάλλον δεν επρόκειτο τόσο για… «παλληκαριά» όσο για δικαιολογία κάποιας αδυναμίας τού χαρακτήρα του.
 
Ίσως θα πρέπει να συζητηθεί κι αυτό, κάποια στιγμή, αφού η Ματίνα συνέχιζε, όχι μόνο να καπνίζει παντού, ακόμα κι εκεί που απαγορευόταν, αλλά και επιδεικτικά πλέον να του φυσάει τον καπνό στα μούτρα. Και βέβαια εξακολουθούσε να πετάει το τσιγάρο έξω από το παράθυρο κι αυτός τσιμουδιά. Την τελευταία φορά μόνο δεν είχε συγκρατηθεί ο Φαίδων, παρά την προσποιητή στωικότητα που έδειχνε, καθώς το τσιγάρο της Ματίνας πήγε και κόλλησε στο κράνος ενός παιδιού με μηχανάκι, που ακολουθούσε:
 
./.
-2-
«Καλά δεν ντρέπεσαι;» της είχε πει τότε. « Εγώ ντρέπομαι για λογαριασμό σου».
 
Με τη Ματίνα όμως είχαν συμβεί και άλλα πολλά. Και συνέβαιναν κάθε μέρα. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς, δηλαδή! Το μόνο καλό με αυτή την κοπέλα ήταν ότι δεν βαριότανε ποτέ μαζί της. Πάντα είχε θέματα να συζητήσει, πάντα είχε κάτι να κάνει και βέβαια, στις ιδιωτικές τους στιγμές, ήταν χάρμα η κοπέλα. Και αναντικατάστατη. Δηλαδή η Ματίνα δεν σε άφηνε να τη βαρεθείς, με τίποτα. Ούτε με τα θετικά της ούτε με τα αρνητικά της.
 
«Ρε, Ματινάκι», συνήθιζε να της λέει ο Φαίδων, ειδικά μετά από κάποιες έντονες, μακρόσυρτες και μακροσκελείς περιπτύξεις, «εσύ δεν είσαι γυναίκα. Είσαι όλες οι γυναίκες !»
 
Κι όταν διαπίστωσε την ειρωνεία αυτής της σχέσης, που φαινόταν ότι σταθερά πλέον, έβαινε προς διάλυση, το έριξε στη φιλοσοφία, για να δικαιώσει, αν μη τι άλλο, και το όνομά του:
 
«Ρε, τι κρίμα! Όλοι χωρίζουν από βαριεστιμάρα. Είναι ο μόνος λόγος που το διαλάνε οι άνθρωποι. Όλα τα άλλα είναι ‘έννοιες υπάλληλοι’, μέσα στον τεράστιο κύκλο της ανίας. Τι ασυμφωνίες χαρακτήρων μου τσαμπουνάς; Τι…χημείες και αλχημείες μου αραδιάζεις! Και τι ανατομίες και απιστίες και ‘…άνθρωπος μη χωριζέτω’ και ένα σωρό άλλες δήθεν αιτιάσεις; Αν δεν βαριόντουσαν οι άνθρωποι δεν θα…. ‘χωριζέτω’ ούτε με σφαίρες
 
Αυτή λοιπόν ήταν η μεγάλη ειρωνεία: Ούτε αυτός βαριόταν τη Ματίνα, ούτε κι εκείνη το Φαίδωνα. Αυτό- το τελευταίο- το βεβαίωνε και η ίδια κάθε φορά που τα ξαναφτειάχνανε. Και δεν τα έλεγε μόνο στους κοινούς τους φίλους αλλά και στον ίδιο:
 
«Έχε χάρη, βρε κακομοίρη, που δίπλα σου την καταβρίσκω. Με κρατάς σε εγρήγορση και μου κινείς τα ενδιαφέροντα. Αλλιώς θα την κοπάναγα μια μέρα και άντε πιάσε με, με τα κολλήματά σου. Εμένα, να, οι άντρες που με κυνηγάνε. Μαύρη πέτρα θα έριχνα
 
7 ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ
 
Η Ματίνα την… κοπάνησε μια μέρα, έριξε μαύρη πέτρα κι άντε πιάστηνε. Αλλά μήπως δεν είχε γίνει το ίδιο ακριβώς, πιο παλιά, με τη Φρόσω και με τη Μυρτώ και με τη Λιάνα; Για διαφορετικές αιτίες η καθεμία, φυσικά. Κι άντε πιάστες κι εκείνες.
 
Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος πώς του προέκυψε το τουμπερλέκι. Λοιπόν, ο Φαίδων δεν αγαπάει συχνά, αλλά αγαπάει δυνατά και πιστά. Δεν κάνει εφήμερες σχέσεις. Κι όταν δεν ευδοκιμούν, παίρνει όλες τις ευθύνες απάνω του. «Εγώ φταίω», λέει. Και στενοχωριέται. Αφάνταστα. Θίγεται. Πληγώνεται η ψυχούλα του. Και δημιουργούνται κενά μέσα του. Και υποφέρει. Υποφέρει πολύ. Και βαθιά. Και πρέπει πάντα να βρίσκει διεξόδους. Απαραιτήτως. Συνήθως οι άνθρωποι που χωρίζουν ψάχνουν να βρουν άλλο σύντροφο. Ο Φαίδων ποτέ. Πρέπει πρώτα να βγάλει από μέσα του, χωρίς «υποκατάστατα», αλλά με άλλες δραστηριότητες, το αγκάθι που έχει μείνει. Το θεωρεί άδικο για όλους. Ακόμα και για τα… υποκατάστατα. Περίεργος άνθρωπος!
 
Έτσι υπέφερε πάρα πολύ και με τη Ματίνα, όταν τον παράτησε πριν από εφτά περίπου μήνες. Και ακόμα πιο πολύ όταν έμαθε πως πήγε και τα έφτειαξε, εντελώς απροκάλυπτα, με κάποιον άλλο και μάλιστα κοινό γνωστό τους, το Στέφανο. Ποια ήταν η αφορμή; Ένα ακόμα πέταγμα του τσιγάρου στο δρόμο; Όχι βέβαια. Το είπαμε αυτό. Όχι, το τσιγάρο δεν έφταιγε, ούτε ως αιτία ούτε ως αφορμή.
 
Και ενώ οι αιτίες ήταν πάμπολλες, μια νέα αφορμή ήταν από κείνες που, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν άλλες αιτίες, για την ιδιοσυγκρασία του Φαίδωνα, υπήρξε καταλυτική. Γιατί με τη Ματίνα είχε πάθει μεγάλη συναισθηματική ζημιά ο Φαίδων. Ήθελε πολύ να προχωρήσει σοβαρά ο δεσμός. Και όταν ψυλλιάστηκε ότι μάλλον θα τέλειωνε άδοξα και αυτή η ιστορία, έβαλε μπρος τα μεγάλα μέσα. Δεν ήθελε να τη χάσει. Την πήρε λοιπόν και πήγανε στο νησί του. Ήταν η μόνη γυναίκα με την οποία είχε ποτέ επισκεφτεί το νησί του. Και όλοι τον είχανε δει να κυκλοφορεί μαζί της.
 
Ένα βράδυ είχε κανονίσει με το φίλο του τον Κυριάκο να κάνει και τη μεγάλη υπέρβαση. Να πάνε… πυροφάνι. Οι τρεις τους. Με την πανέμορφη ξύλινη βάρκα τού Κυριάκου. «Petite Fleur» τη λέγανε. Μικρό λουλούδι, και νονός ήταν ο Φαίδων. Είχε εμπνευστεί το όνομα από εκείνη την υπέροχη μελωδία. Και το είχε γράψει ο ίδιος στα γαλλικά, μπροστά στη μάσκα, παρά το ψώνιο του με την ελληνική γλώσσα. Της τα έλεγε όλα αυτά της Ματίνας, καθ’ οδόν. Ήθελε να την εντυπωσιάσει. Στη βάρκα, ο Φαίδων έπιασε τα κουπιά και ο Κυριάκος χώθηκε ο μισός μέσα στην τρύπα της πλώρης με το καμάκι στα χέρια. Κάπου-κάπου σκαντζάρανε τις αρμοδιότητες κι έμπαινε ο Φαίδων στην τρύπα.
 
Σε μια τέτοια σκάντζα ο Φαίδων καμάκωσε ένα λαβράκι δυόμισι κιλά! Τότε νόμισε ότι θα λιποθυμούσε από χαρά κι από καμάρι, μπροστά στα μάτια της Ματίνας. Αυτό το ξαφνικό καμάκωμα τον τάραξε ξαφνικά, όπως τάραξε και την ηρεμία της βραδιάς, σκόρπισε τα μικρά ψάρια μακριά από τη λάμπα με το σκίαστρο και τα γλύτωσε προσωρινά από την απόχη, έκανε τα βράχια και τα φύκια να μη φαίνονται πια τόσο καθαρά στον πάτο της θάλασσας, τα ζωύφια να χάσουν για λίγο το φωσφόρισμά τους στην αντανάκλαση του φωτός και μόνο το σκοτάδι ολόγυρα να παραμένει τόσο πηκτό, ώστε να θέλεις να το πιάσεις, αλλά αυτό να απομακρύνεται κι όλο να σου ξεφεύγει κάθε φορά που το πλησιάζει το πυροφάνι. Και αμέσως μετά να ακούς πάλι τα κουπιά να λάμνουν τόσο απαλά, που, αντί να φοβίζουν τα ψάρια, να τα ξαναφέρνουν πιο κοντά με τον ήχο τους. Και ύστερα πάλι μια ησυχία… Πω-πω Θεούλη μου, τι ησυχία! Σε ξεκούφαινε αυτή η ησυχία!
 
Και τότε, με το καμάκι στα χέρια και την ενθουσιώδη καρδούλα του να σπαρταράει πιο πολύ κι από το
 
./.
-3-
καμακωμένο λαβράκι, ο Φαίδων, γύρισε προς τη Ματίνα που καθόταν αμίλητη στην πρύμη και κάπνιζε, για να εισπράξει τη… σίγουρη επιβράβευσή της και της έκοψε στη μέση ένα χασμουρητό, μα τι χασμουρητό! Κόντευε να πάθει εξάρθρωση σιαγόνας η χριστιανή! Αυτοστιγμεί του κόπηκε κι αυτουνού του έρημου ο ενθουσιασμός, του κόπηκε το καμάρι, του κόπηκαν τα ήπατα. Και να ’ταν μόνο αυτό;
 
«Ρε Φαίδωνα, έχω σκυλοβαρεθεί εδώ μέσα κι έχω ξελιγωθεί και της πείνας. Πότε θα πάμε σε κανένα εστιατόριο να φάμε, ρε γαμώτο; Έλεος!»
 
Αυτή ήταν και η τελευταία φράση που άκουσε ποτέ από τη Ματίνα. Έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα, ο Φαίδων, αφού πρώτα εκσφενδόνισε μακριά το καμάκι μαζί με το λαβράκι, ρίχνει και μια θεαματική βουτιά, πέφτει κι αυτός στη θάλασσα και κολυμπάει ως την κοντινή ξηρά, αφήνοντας τους άλλους δύο σύξυλους, να μη ξέρουν τι να κάνουν. Ο φίλος του ο Κυριάκος, βέβαια, μετά το συμβάν, δεν του μίλαγε για ένα ολόκληρο μήνα.
 
Όμως ο Φαίδων την είχε αγαπήσει τη Ματίνα. Πολύ. Και έπρεπε να βρει διεξόδους. Γιατί υπέφερε. Του έλειπε. Του έλειπαν τα μπαράκια μαζί της, τα θέατρα, οι ιδιαίτερες ερωτικές στιγμές τους και βέβαια του έλειπαν οι συναυλίες. Οι συναυλίες με τη Ματίνα ήταν μεταρσίωση. Γιατί και οι δύο αγαπούσαν τρελά τη μουσική. Τρελαινόντουσαν για κάθε είδος ποιοτική μουσική, κλασική, τζαζ, έθνικ, σόουλ, μπλουζ, τραγούδια με παραδοσιακά όργανα και βέβαια το λεγόμενο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Τις ζούσαν αυτές τις συναυλίες.
 
Η τελευταία συναυλία που είχαν πάει μαζί ήταν μια «συναυλία κρουστών», όπως η αποψινή, στο θέατρο Πέτρας. Η Σχολή Γιάτσικα είχε οργανώσει και τότε την επίδειξη της προόδου των μαθητών της. Τότε μάλιστα είχαν μετακαλέσει και κάποιους σπεσιαλίστες του είδους από την Αφρική και από την Ιαπωνία. Μόνο κρουστά. Τίποτα άλλο. Ήχοι μαγικοί κι ονειρεμένοι! Χέρια αέρινα, δάχτυλα αεικίνητα. Σχεδόν αόρατα. Είχε ξετρελαθεί και ο Φαίδων με αυτά που έβλεπε. Και είχε ζηλέψει, ως συνήθως…
 
Μόλις τα έφτειαξε η Ματίνα με το Στέφανο και συνειδητοποίησε ο Φαίδων ότι είχε επέλθει πια, οριστικό και αμετάκλητο, το τέλος, απαρηγόρητος πήγε και γράφτηκε στη σχολή Γιάτσικα. Δοκίμασε αρχικά διάφορα είδη κρουστών. Ξεκίνησε με τύμπανα, μετά έπιασε για λίγο το μπόνγκος και τελικά κατέληξε στο τουμπερλέκι.
 
«Ποιος εξυπνάκιας είπε ότι το τουμπερλέκι το μαθαίνεις μόνος σου; Δηλαδή το παίρνουμε στα γόνατα, αρχίζουμε να βαράμε και ό,τι βγει; Αμ δε! Έχει κι αυτό τους τόνους του, τα μπάσα και τα πρίμα του, θέλει πειθαρχία και θεωρία, θέλει γνώσεις μουσικής και διάβασμα όπως όλα τα όργανα. Υπάρχουν ηχοχρώματα και ενδιάμεσοι ήχοι πάνω στο δέρμα, ήχοι από «σλαπ» ή από σούρσιμο κι ό,τι φανταστείς. Το τουμπερλέκι η τουμπελέκι ή ταραμπούκα ή στάμνα είναι σήμερα το κατ’ εξοχήν κρουστό όργανο σε όλη την Ελλάδα. Με αυτό ξεκινάς να μελετήσεις τις ρυθμικές αξίες, τη βασική δακτυλοθεσία και τους ρυθμούς που στη συνέχεια θα εφαρμόσεις και στα άλλα παραδοσιακά όργανα».
 
Λόγια του Φαίδωνα ήταν αυτά. Υποστήριζε με πάθος το αγαπημένο του όργανο, χρησιμοποιώντας τις πρόσφατες γνώσεις του ως αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα, γενικά, και ειδικά βεβαίως όταν οι φίλοι του τον κέντριζαν, πότε καλοπροαίρετα και πότε με σκωπτική πρόθεση:
 
«Καλά ρε Φαίδων, τουμπερλέκι βρήκες να μάθεις για να ξεχάσεις τη Ματίνα; Χάθηκαν τα άλλα όργανα
 
Τι να τους απαντούσε; Ότι μετά τη Φρόσω είχε μάθει κιθάρα; Μετά τη Λιάνα είχε πιάσει το αρμόνιο; Εντάξει μετά τη Μυρτώ το είχε ρίξει στο τένις. Άλλο αυτό. Αλλά σε όλα έπεφτε με τα μούτρα. Και τα μάθαινε σε χρόνο ρεκόρ. Διάβαζε μανιωδώς. Έκανε ασκήσεις δύο και τρεις ώρες την ημέρα. Μόλις γύριζε σπίτι από τη δουλειά, κατ’ ευθείαν στο όργανο. Ούτε στο φαγητό δεν έδινε προτεραιότητα. «Αλλιώς δεν γίνεται», έλεγε. «Και την ώρα σου θα χάσεις και αυτή δεν θα ξεχάσεις», χαριτολογούσε πικρόχολα.
 
1 ΜΗΝΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ
 
Αλλά με το τουμπερλέκι κάτι πρωτόγνωρο είχε συμβεί μέσα του. Αυτό το όργανο έκρουε -λες- τα εσώψυχά του. Τον συνέπαιρνε ο ήχος του. Καθώς το άγγιζε ένιωθε τις δονήσεις του χωρίς καν να παίξει. Όταν το έπαιρνε στην αγκαλιά του νόμιζε ότι αγκάλιαζε ολόκληρη την πατρίδα του. Και μόλις έπαιζε… Ω!… τότε νόμιζε πως είχε καμακώσει το μεγαλύτερο λαβράκι, στο πυροφάνι της ύπαρξής του και καθώς σπαρτάραγε αυτό στα χέρια του, έβγαζε ήχους που συντάραζαν το σύμπαν και επιτέλους έπιανε με τα χέρια του τα κατάβαθα σκοτάδια της ψυχής του και τα φώτιζε με ρυθμό, με αισιοδοξία, με αγαλλίαση, με ελπίδα… Με νέα οράματα, νέες αγάπες. Το αγαπούσε το τουμπερλέκι του ο Φαίδων. Πάρα πολύ. Είχε παθιαστεί. Τον ταξίδευε. Και το ήθελε. Βρε, πώς το ήθελε!
 
ΑΠΟΨΕ
 
Ο κόσμος τα… «άκουσε» απόψε όλα αυτά. Τα είδε. Τα ένιωσε. Τα έζησε από την αρχή που βγήκε ο Φαίδων στη σκηνή, μέχρι το τέλος του προγράμματός του. Απολάμβανε τις κινήσεις του, το ύφος και τις εκφράσεις του. Με το δεξί χέρι χτυπούσε τους δυνατούς ήχους και με το αριστερό τους αδύνατους. Οι δυνατοί ήχοι έρχονταν από το κέντρο του οργάνου και ήταν οξείς και μεστοί, ενώ οι άλλοι, από τα γύρω σημεία του οργάνου, ήταν ακόμα πιο οξείς και πιο στεγνοί. Ανάμεσα στις δύο τονικές αποχρώσεις πρόσθετε ρυθμικά χτυπήματα και με τα δύο χέρια και με γρήγορες εναλλαγές έδινε έναν ήχο σαν τρέμολο, αλλά και παύσεις των παλμικών κινήσεων, που τις πετύχαινε ακουμπώντας τον αγκώνα του πάνω στο δέρμα του οργάνου. Κι έστελνε μηνύματα αγάπης γύρω του.
 
ΤΩΡΑ
 
Και τώρα στο τέλος, εδώ στο Θέατρο Πέτρας, ο κόσμος δεν ξέρει ποιον να πρωτοθαυμάσει: το δάσκαλο ή το μαθητή, το Γιάτσικα ή το Φαίδωνα. Κι αίφνης, μέσα στην γενική ευφορία και τη διαρκή παρότρυνση του
 
./.
-4-
πλήθους, βγαίνουνε οι δυο τους στη σκηνή και παίζουν μαζί εκείνο το αντικριστό ντουέτο, όπου ο ένας δοκιμάζει τον άλλον και τον προκαλεί να πιάσει τους δικούς του ρυθμούς και τους αυτοσχεδιασμούς του, ενώ ο άλλος επαναλαμβάνει με πλήρη πιστότητα τα κρούσματα του πρώτου. Και ενώ ο ένας κρούει «ντουμ» με σφικτό και ευκρινή ήχο, ο άλλος απαντά με πρίμα «τακ» ή «τεκ» ή «τέκε», πότε επιταχύνοντας τον παράμεσο και πότε φρενάροντας απότομα τον αντίχειρα. Με τα τρία βασικά χτυπήματα αρχικά, με ήχους κοντά στο στεφάνι και με απόλυτο έλεγχο στα σιγά, μεσαία ή δυνατά, προσθέτουν ύστερα και άλλα δάχτυλα και δουλεύουν με τις δυναμικές, τις τρίλιες, τις επερείσεις και άλλα στολίδια. Και κάποια στιγμή μετά από ένα αφάνταστο κρεσέντο και ένα φινάλε μεγαλειώδες, όλοι οι θεατές σηκώνονται όρθιοι και χειροκροτούν τους κάθιδρους σολίστες, παρατεταμένα, επί πέντε λεπτά. Ίσως και παραπάνω. ( Μάλλον παραπάνω είναι!)
 
Ο Γιάτσικας παρατάει το όργανο και τρέχοντας πάει κι αγκαλιάζει το Φαίδωνα και τον ασπάζεται. «Μπράβο σου, παιδί μου», του λέει. Και αμέσως παίρνει το μικρόφωνο και τον αναγγέλλει στο Κοινό, λέγοντας ότι «όσα έμαθε αυτός ο άνθρωπος σε έξι μήνες, κανονικά τα μαθαίνει κάποιος πολύ επιμελής, σε τουλάχιστον δύο χρόνια τακτικά μαθήματα ». Και τότε οι προβολείς του θεάτρου στέκονται πάνω στο Φαίδωνα για αρκετή ώρα και μετά αρχίζουν να περιφέρουν τις τεράστιες φωτεινές κηλίδες τους στις κερκίδες και να φωτίζουν τις γεμάτες χαμόγελα ικανοποίησης και θαυμασμού φυσιογνωμίες των ανθρώπων. Πέρα-δώθε συνεχώς οι ακτίνες των προβολέων. Ασταμάτητα. Και ο κόσμος χειροκροτεί ακατάπαυστα και φωνάζει «μπράβο-μπράβο» επί άλλα πέντε ολόκληρα λεπτά. Ίσως και παραπάνω. (Μάλλον παραπάνω είναι !)
 
10 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΙΟ ΥΣΤΕΡΑ
 
Ύστερα, οι προβολείς, κατά τύχη προφανώς, θα πάνε και θα σταματήσουν για λίγο σε κείνη την όμορφη μορφή, μια φιγούρα ψηλόλιγνη, μιαν ωραία κοπέλα που ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος, επειδή χειροκροτεί με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, με τα δάκρυα να τρέχουν ρυάκια από τα μεγάλα μάτια της και με ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο να κρέμεται στην άκρη των καλλίγραμμων χειλιών της. Εκεί θα ακινητοποιηθούν για δέκα ολόκληρα… δευτερόλεπτα οι προβολείς. Μπορεί και παραπάνω. (Μάλλον παραπάνω θα είναι! Κατά τύχη ; Μα γίνεται, άραγε, τίποτα… κατά τύχη ;)
Άρις Αντάνης
 
Ένα κορίτσι χόρευε στην Ύδρα
 
Posted on June 12, 2011 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
το φανελάκι το αντρικό
απ΄ τον ιδρώτα κολλημένο
πάνω στο λιγνό κορμάκι

ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
κάτω απ΄ το φανελάκι
να διαγράφονται τα τρέμολα
τα σόλα τα ακομπανιαμέντα

ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
στη νυχτιά τη λαμπερή
κι όλο το Νησί να σειέται
στους τρελούς ρυθμούς του

ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
κι έμοιαζε να χορεύει
η ύδρα μόνο για τη χάρη του
και για τη δική μου χάρη

ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
έτσι χορεύει εμπρός μου
από εκείνη τη νυχτιά
ως τα σήμερα η ύδρα μου
ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
με ανθρώπους πρέπει
να χορεύουνε οι νύχτες
και οι μέρες των ανθρώπων

ένα κορίτσι χόρευε στην ύδρα
και το αντρικό το φανελάκι
ποτέ πια δεν εστέγνωσε από τότε:
πάντα δικό μου και πάντοτε… Υδρωμένο []
Άρις Αντάνης
 
Επίκληση
 
Άρις Αντάνης
(Ο Χρόνος και ο Πόνος)

Χρόνε, μια χάρη σου ζητώ, γύρνα με πίσω.
Πόνε, χωρίς τις τύψεις μου θέλω να ζήσω.
Χρόνε, τον πόνο μου για λίγο κόψε,
Πόνε, το χρόνο μη μου σπαταλάς, μόνο γι’ απόψε.

Σήμερα, Χρόνε, σου ζητώ να μη κυλήσεις
κι εσένα, Πόνε, σου ζητώ να σταματήσεις,
τα λάθη συγχωρέστε μου μόνο για τώρα
κι άδολο, κάντε με, μικρό παιδί, γι αυτή την ώρα.

Χρόνε μου, ά-πονε θεέ, διώξε τον Πόνο,
Πόνε, σκληρέ και ά-χρονε, δώσε μου χρόνο,
πενήντα, πάρε, χρόνια μου και πνίχτα,
και δέκα μόνο άσε μου γι’ αυτήν εδώ τη νύχτα.

Χρόνε, πόσο ανάλγητα μ’ έχεις σημαδέψει!
Πόνε, φρικτά κι αφόρητα μ’ έχεις παιδέψει!
Χαρές και χάρες μου σας παραδίνω,
μόνο για τούτη τη νυχτιά, παιδί να ξαναγίνω.

Χρόνε και Πόνε, φύγετε για λίγο μακριά μου,
μια στάλα, στάξτε, βάλσαμο, μες την καρδιά μου,
κι αυτή τη μαγική, πέστε μου, λέξη:
«πάλι, παιδάκι γίνεσαι, μέχρι να ξαναφέξει ».

Μα ούτε ο Χρόνος δεν μπορεί ούτε ο Πόνος,
ούτε ο Πόνος σταματάει ούτε ο Χρόνος!
Κι εσύ, που χρόνια μού πονάς τις σκέψεις,
τις παιδικές μου θύμησες, απόψε μη μου κλέψεις.

Άρις Αντάνης,
από την ποιητική συλλογή « Διάταξέ με…»
 
 
Πάλι
 
Posted on March 30, 2011 by Adanis Aris
 
 
Άρις Αντάνης

Σταματήσαμε
να απαγγέλλουμε
ποιήματα που μιλούν
για την πατρίδα.
Τα… σιγοτραγουδάμε:
αρχίζει πάλη…
 
Άρις Αντάνης
 
Οι διαδρομές του Αδάμ
 
Posted on March 23, 2011 by Adanis Aris
 
 
Κι’ άκου… κοίτα… νιώσε…
Τίποτα δ ε ν πεθαίνει,
Όσο υπάρχουν οι αγάπες
που το γέννησαν…
 
( Μια… υποψία βιβλιοπαρουσίασης, για δύο πονήματα που μου άρεσαν πολύ, Άρις Αντάνης,Μαρούσι, Αθήνα- 7/3/2011)


Το ποίημα είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Είναι πιο δύσκολο από το διήγημα και, κατά μείζονα λόγο, από το μυθιστόρημα. Και πιο παρεξηγημένο. Έτσι πιστεύω, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Το ποίημα όμως, που δεν είναι μια ιστορία, να τη διαβάσεις και να την καταλάβεις, πρέπει και να σου βγάζει μια ιστορία. Και από την ιστορία του ποιητή, να σε μεταφέρει στη δική σου ιστορία.

Τίτλος: Οι διαδρομές του Αδάμ

Ποίηση: Ελένης Αρτεμίου- Φωτιάδου

Εκδόσεις: «Πήλιο» Κύπρος 2010


Ο ποιητής είναι σαν το μέντιουμ που σου λέει πράγματα από το παρελθόν σου και προβλέπει το μέλλον σου. Κι οι άνθρωποι, αν και πάντα δυσπιστούν με τα μέντιουμ, τα επισκέπτονται και μάλιστα προκατειλημμένοι, όχι για να ακούσουν αυτά που θα τους πουν, αλλά για να αποδείξουν την αναξιοπιστία τους.
 
Έτσι διαβάζουμε και τα ποιήματα: Με προκατάληψη. Με δυσπιστία. Όχι μόνο στο ποίημα, αλλά και στον ποιητή. Τι γράφει τώρα ο αλαφροήσκιωτος! λέμε. Δεν έχει τι άλλο να κάνει και γράφει ποιήματα. Αλλά πάντα μένουμε έκπληκτοι, όταν η ιστορία που βγάζουν μοιάζει με τη δική μας. Και τα μεν μέντιουμ είναι στ’ αλήθεια αναξιόπιστα. Τα ποιήματα όμως είναι μόνο… στ’ αλήθεια. Πρώτα από όλα γι’ αυτόν που τα γράφει και μετά γι’ αυτόν που θα καταλάβει το νόημά τους.
 
Για να το καταλάβεις όμως πρέπει να ασχοληθείς. Πρέπει να ανατρέξεις με τη φαντασία σου στη στιγμή της σύνθεσης του ποιήματος και να αναρωτηθείς γιατί το γράφει αυτό ο ποιητής και μάλιστα γιατί το γράφει έτσι. Ίσως θα πρέπει να πας και στον χώρο του, με το μυαλό σου, στο γραφείο του, στο σημείο που περιγράφει, να τον δεις κάπως με το νου σου, να δεις τις εκφράσεις τού προσώπου του όταν δεν βρίσκει τις λέξεις και όταν τις ανακαλύπτει.
 
Η ανάγνωση των «διαδρομών του Αδάμ», που έγραψε η Ελένη Αρτεμίου- Φωτιάδου μού επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά και ίσως πιο.. επιβεβαιωτικά, την ήδη αποκρυσταλλωμένη γνώμη μου για την ποίηση γενικά και τη δική της ποίηση, ειδικότερα, ότι εδώ έχουμε μια ποιήτρια, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια. Ποια είναι αυτά; Είναι πολύ προσωπικά, αλλά θα τα γράψω: Πρώτον όταν μου αρέσει κάτι πολύ, ζηλεύω και θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Και δεύτερον μου δημιουργεί ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι σαν να με παρασύρει έξω από το περιβάλλον μου. Τέλος πάντων αυτά είναι.
 
Έτσι οι στίχοι της Κας Φωτιάδου με δικαιώνουν που ασχολούμαι με την ανάγνωση ποιητικών συλλογών, στίχων και συνθέσεων και με παροτρύνουν να γράψω κι εγώ. Επί παραδείγματι οι διαδρομές του Αδάμ είναι παρά πολύ ελκυστικό έργο τόσο στο σύνολό του όσο και στα επί μέρους σημεία του.
ΤΩΡΑ
Το ξέρεις ! Τώρα είναι η στιγμή!Να εγερθείς ψηλότερα απ’ το ψηλά σουΜακρύτερα απ’ το σφυγμό που πιάνεις στον καρπό σουΜόνο που πρέπει λίγοΑπ’ το δέντρο σου να τραβηχτείςΑπό την ήρεμη σκιά της πράσινής σου μέραςΜπορείς, αν θες, στο ταξιδιωτικό σου σακίδιοΔυο φύλλα, μια μυρωδιά από το γνώριμό σου χώμα να ακουμπήσειςΣαν πρώτο λίπασμα μιας νέας ανθοφορίας των αισθήσεων

Δεν είναι πολύ ωραίο; Δεν σε αγγίζει και σένα; Δεν είναι η δική σου ιστορία;
 
Το τώρα σου; Δεν σκέφτεσαι συχνά ότι η ανάταση των χεριών σου δεν ξεπερνάει το όριο, έστω κατά ένα χιλιοστό, για να φτάσει; Και η έκταση των βραχιόνων σου μια ιδέα πιο ανοιχτή, για να αγκαλιάσει; Δεν λες μέσα σου: Ρε παιδί μου όλοι το ίδιο κάνουν, εκεί κυμαίνονται, στο σύνηθες «πλαφόν». Τίποτα νέο, τίποτα διαφορετικό… Κάτι παραπάνω πρέπει να κάνω εγώ». Αλλά δεν θα το κάνω, αν δεν ξεφύγω από τη… σκιούλα μου, το δεντράκι μου και όλα τα κτητικά μου «μου», που τελικά δεν είναι καθόλου μου. Είναι …αλλουνού!
 
Μια νέα ανθοφορία των αισθήσεων όμως μπορεί να είναι κάτι δικό μου. Μια νέα προσπάθεια είναι δική μου και την αξίζω. Με ένα ποίημα ως επίκουρο, θα την επιχειρήσω.
Κλείνοντας θέλω να θυμίσω ότι:
 
α)Γράφοντας γι αυτά τα δύο βιβλία, από μόνος μου, χωρίς να μου το ζητήσει κάποιος, πέρασα πολύ όμορφα.
 
β)Η ποίηση έχει εραστές, δεν έχει αγοραστές. Από αντίδραση πάω και αγοράζω ποιήματα γνωστών και αγνώστων ποιητών. Η ποίηση με εμπνέει να έχω καλοσύνη κάθε φορά που το ξεχνάω και γενναιοδωρία, κυρίως όπου, ενώ δεν κοστίζει τίποτα, την τσιγκουνευόμαστε. Με βοηθάει να λέω μπράβο, με ειλικρίνεια, όχι μόνο για τα λεγόμενα αριστουργήματα αλλά και για την κάθε προσπάθεια. Μερικά ποιήματα όμως είναι πράγματι συναρπαστικά. Όπως της Κας Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου.
 
γ) Παρ όλα αυτά συνηθίζω να λέω ότι ανάμεσά μας υπάρχουν ποιητές, που δεν έχουν γράψει τίποτα, όπως και άλλοι που έχουν γράψει τόμους και δεν είναι τίποτα.
 
δ) Δεν πρέπει να λυπόμαστε τον ποιητή που δεν έχει «Κοινό», αλλά το Κοινό που δεν έχει ποιητή, και,
 
ε) Αν δεν είχα ανακαλύψει τη Διασπορική εντελώς τυχαία, δεν θα είχα την τύχη να διαβάσω τα τόσο ωραία ποιήματα της Κας Φωτιάδου, να εμπλουτίσω τη βιβλιοθήκη μου με τα βιβλία που μου χάρισε, αλλά και να απολαμβάνω τις συμμετοχές των πολύ αξιόλογων λογοτεχνών που κοσμούν καθημερινά τo Diasporic Literature Spot.
 
Άρις Αντάνης
 
 
Αλεξ-ήνεμος


Posted on March 22, 2011 by Adanis Aris

 Κι’ άκου… κοίτα… νιώσε…
 
Τίποτα δ ε ν πεθαίνει,
 
Όσο υπάρχουν οι αγάπες
 
που το γέννησαν…
Άρις Αντάνης
 
( Μια… υποψία βιβλιοπαρουσίασης, για δύο πονήματα που μου άρεσαν πολύ, Μαρούσι, Αθήνα- 7/3/2011)

Η Ελένη Αρτεμίου- Φωτιάδου χειρίζεται το λόγο με πολύ μεγάλη ευχέρεια. Από την πρώτη αράδα προσελκύει τον αναγνώστη και τον κάνει να μη μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση, να μη κάνει… στάση, ούτε για να επαναλάβει μια φράση, προς επιβεβαίωση της κατανόησης του νοήματος.

Τίτλος Βιβλίου: Αλεξ-ήνεμος

Συγγραφέας: Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου,

Εκδότης: «Πήλιο»- Κύπρος 2010


Αυτό είναι στα υπέρ, άραγε; Μα βέβαια, εκατό τοις εκατό.
 
Πρώτα από όλα διότι, αν δεν σε τραβάει η γραφή, το παρατάς το ποίημα και δεν πας παρακάτω. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Και δεύτερο διότι «αναγκάζεσαι» να ξαναδιαβάσεις, με ευχαρίστηση, την ποίησή της, ώστε να αποκομίσεις όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία από τα μηνύματα που σου περνάει, από τα συναισθήματα που σου προκαλεί και από τα καλολογικά στοιχεία που σου προσφέρει, με το ύφος και τη ροή της πένας της.
 
Έτσι καθίσταται πολύ εύκολο να αναγνώσεις ποίηση μιας μόνο θεματολογίας, ποίηση με μακροσκελές κείμενο, σαν πεζό, ποίηση- αφιέρωμα σε συγκεκριμένο χαρακτήρα, ήρωα ή γεγονός, όπως είναι το προκείμενο.
 
Και βέβαια, δεν είναι πεζό, αφού, κατά την ανάγνωση, μέσα στις λέξεις και στη φόρμα, περιέχει ρυθμό, διαβάζεις μέτρο, ακούς μια μουσική υπόκρουση, υποπτεύεσαι ακόμα και μελωδία.
 
Η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου δείχνει μεγάλο σεβασμό στις λέξεις, επεκτείνει τις έννοιές τους, προσωποποιεί την αξία τους, τις χρησιμοποιεί πέρα από την κυριολεξία τους, μεταφέρει το νόημά τους και μέσα από έξυπνο χειρισμό και ιδέες, όχι μόνο αφαιρεί παντελώς την πιθανότητα μονοτονίας ή και κάποιας ανίας, που συνήθως προκαλεί η ανάγνωση ποιημάτων με θεματολογία από προσωπικά ή οικογενειακά βιώματα, αλλά εντείνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, προκαλώντας τον, όχι μόνο να αναγνώσει, αλλά και να απαγγείλει τους στίχους της.
 
Φαντάζομαι δε μια παρουσίαση αυτού του έργου, όπου η απαγγελία γίνεται από περισσότερα του ενός άτομα, ώστε σε αυτή την ποίηση να υπάρχει και… δραματο-ποίηση:
ΕΣΥ *
 
«Περνάω τη σκέψη μου επάνω από το σταμάτημα του χρόνου
Επάνω απ’ τα τριάντα χρόνιας της ματιάς σου
Ωραίος σαν Υμέναιος
Κρατάς σφικτά τον κρίνο της αγνότητας
Μέσα στου άσπρου πέπλου την Ιθάκη
Της αγάπης χρώματα βάφουν τα χείλη, τη θωριά
Το σφιχταγκάλιασμα, μες το ουράνιο τόξο»
ΕΓΩ *
 
«Αν ήταν εδώ»
ΕΣΥ
 
«Είναι πάντα εδώ
Κοίτα
Τα μακριά λυτά μαλλιά, τα δύο γαϊτανόφρυδα…
Χέρια λευκά σαν αθωότητα
Σκύβουν απάνω στα σγουρόμαλλα κεφάλια
Εφτά ανάσες σμίγουνε βαθιά με τη δική της.»
ΕΓΩ
 
«Μάννα ! Γυναίκα! Ουρανέ!
Ήταν το Χτες… είναι το Σήμερα…
Πια δεν το ξέρω
Ροδάνι ο χρόνος μ’ ακατάλυτη Εκείνη
ΕΣΥ
 
«Νιότη κι αγάπη στο πέλαγο του Νου
ΕΓΩ
 
«Βραδιάζει………………
………………………………….»
 
*Σημείωση: Το ΕΓΩ μπορεί να είναι ΕΣΥ και το αντίθετο. Και οι δύο προσωπικές αντωνυμίες τον ίδιο ρόλο παίζουν δηλαδή. Εγώ έτσι το ερμήνευσα, αφού η ποιήτρια ορίζει τους ρόλους και των δύο.

Άρις Αντάνης
 
"Κάναντα"
 
Posted on March 8, 2011 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
 
Βραβείο Πνευματικής Εστίας Μοσχάτου,
εκδόσεων Πατάκη
ΓΣΣΕ
 
Ξ έ χ α σ α να σου πω, ότι, έτσι και με συμπαθήσει άνθρωπος εμένα, δεν με ξεσυμπαθάει εύκολα και να με συμπαθάς, αν στο σημείο αυτό δεν δείχνω διόλου μετριόφρων.
 
Εν τούτοις δεν θα μπορούσες και να πεις, ότι η πολλή συμπάθεια βγαίνει πάντοτε σε καλό και μη νομίσεις δηλαδή, ότι, όντας συμπαθής γίνεσαι και προνομιούχος.
 
Γιατί ξέχασα να σου πω, ότι κ α ι εγώ, έτσι και συμπαθήσω άνθρωπο δεν τον ξεσυμπαθάω εύκολα. Πρόσεξε τώρα να δεις τι συμβαίνει εδώ: Συμπαθώ, συμπάσχω, συμπονώ. Ρήματα σύνθετα. Πρώτο συνθετικό η πρόθεση «συν». Τι σημαίνουν αυτά; Σημαίνουν ότι αν πάσχεις εσύ, πάσχω και εγώ μαζί σου και αν πονάς εσύ, πονάω κι εγώ. Αυτό είναι καλό ή κακό; Καλό θα πεις, αλλά αν πονάω κι εγώ μαζί σου, πώς θα μπορέσω να σε βοηθήσω; Κι εγώ θα χρειάζομαι βοήθεια! Δεν θα χρειάζομαι; Μην απαντάς. Στο τέλος θα μιλήσεις εσύ…Αν και αμφιβάλω, γιατί μάλλον θα μείνεις άλαλος!….
 
Κι έτσι, αν συμπαθάς πολύ έναν άνθρωπο, δένεσαι μαζί του κι αν είσαι και ευαίσθητος μπορεί να υποφέρεις κιόλας. Να σου φέρω ένα καφεδάκι και να συνεχίσω; Ελληνικό. Έφτασε… Μάλλον άλαλος θα μείνεις, απ’ αυτά που θ’ ακούσεις… Έφτασε…

Ακόμα ξέχασα να σου πω, ότι αυτά που θα ακούσεις, ούτε… αληθινά είναι, ούτε εκτυλίχθηκαν σ’ένα πανέμορφο νησί, όπου είχα πρωτοδιοριστεί για να εργαστώ! Κι εσένα σε διάλεξα σήμερα για να σου μιλήσω για έναν… ανύπαρκτο άνθρωπο, που, όπως κι εσύ τώρα, έτσι κι αυτός τότε, είχε -τάχα!- αφήσει την πατρίδα του για να «κάνει την τύχη του», να «καζαντίσει», όπως το λέγανε, σε άλλη χώρα. Κι όπως έχεις έρθει εσύ στην Ελλάδα, αυτός και πολλοί άλλοι πηγαίνανε τότε, στην Αμερική -αρχικά, και μετά σε άλλες χώρες, Γερμανίες, Αυστραλίες, Αφρικές και τα ρέστα. Τάχα, λέω και πάσα ομοιότης είναι απλή σύμπτωση.
 
Όχι βέβαια ότι έχουνε καμία σχέση οι δύο χώρες μεταξύ τους! Από καμία πλευρά. Η μόνη «ομοιότης» είναι στο… μέγεθος, αλλά αντίστροφα. Δηλαδή ενώ η Αμερική είναι μία τεράστια χώρα με μικρή ιστορία, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με τεράστια ιστορία. Κι εγώ θα σου πω την ιστορία ενός ανθρώπου, που έζησε και στις δύο αυτές χώρες. Θα σου πω την ιστορία του «Κάναντα», όπως τον λέγανε στο νησί. Το παρατσούκλι τού το κόλλησαν, γιατί έτσι πρόφερε τη χώρα όπου έζησε, τον Καναδά. «Κάναντα» πρόφερε τον Καναδά ο ίδιος και του ’μεινε. Γιατί σ’ εκείνο το νησί, δεν ζούσε κανένας άνθρωπος χωρίς παρατσούκλι. Κανένας! Ακόμα και σήμερα. Το ίδιο γίνεται. Σχεδόν…
 
Όμως σήμερα, με την ευκαιρία που μου έδωσες, λέγοντάς μου τα παράπονά σου από τη ζωή σου εδώ στην Ελλάδα, έλα να του κάνουμε, του Κάναντα, ένα μνημόσυνο. Κι από αυτό, κι εσύ κι εγώ κάτι θα βγάλουμε. Κάποια συμπεράσματα θα προκύψουν και για τους δυό μας και βέβαια κυρίως για σένα. Έλα λοιπόν να του κάνουμε τα… σαράντα! Τα σαράντα… χρόνια εννοώ, γιατί ξέχασα να σου πω, ότι αυτά που θα ακούσεις, αν δεν επρόκειτο για μια φανταστική ιστορία, ένα ακόμα αποκύημα της δικής μου νοσηρής και αχαλίνωτης φαντασίας, θα είχαν συμβεί πριν σαράντα χρόνια ακριβώς! Άλαλος θα μείνεις, αλλά αυτό το είπαμε.
 
Εγώ δεν έκανα τίποτ’ άλλο. Παρακάλεσα μόνο τρεις-τέσσερις πελάτες, που είχαν μαζευτεί στην ουρά, να του δώσουν τη σειρά τους, γιατί ήταν γέρος, πολύ γέρος και τον λυπήθηκα να περιμένει, έτσι γέρος που ήταν. Μιλάω βέβαια για την πρώτη-πρώτη φορά που πρωτοέκανε την εμφάνισή του στην Τράπεζα και εγώ πρωτοέκανα τη γνωριμία του. Κι εσύ πρόσεξε τώρα και δώσε βάση για να κρίνεις αν έφταιγα ή δεν έφταιγα και να βγάλεις συμπέρασμα, μόνο άχνα μη βγάλεις μέχρι να τελειώσω. Και βέβαια, ξεκαθαρίζω, ότι πάσα ομοιότης θα οφείλεται σε απλή σύμπτωση, αλλά και αυτό το είπαμε! Άλαλος.
 
Πλησιάζει, που λες, αργά-αργά στο μαρμάρινο γκισέ, βγάζει αγέρωχα το καπέλο του, το ακουμπάει στα δεξιά του πάνω στο μάρμαρο, και πάνω στο καπέλο του ακουμπάει κι ένα φάκελο- πρόσεξε αυτό το φάκελο. Μετά καλημερίζει ευγενικά όλους, ευχαριστεί τους κυρίους που του παραχώρησαν τη σειρά τους και… αρχίζει το ψάξιμο.
 
Τώρα ψάχνει στην αριστερή τσέπη του χοντρού πανωφοριού του, βγάζει μερικά χαρτιά και τ’ ακουμπάει πλάι του και μετά ψάχνει στη δεξιά τσέπη και βγάζει άλλα χαρτιά και να τα κι αυτά δίπλα στ’ άλλα. Ύστερα, με τον ίδιο αργό κι αμέριμνο ρυθμό, ξεκουμπώνει το πανωφόρι του και ξεκινάει καινούργια έρευνα στις εξωτερικές και μετά στις εσωτερικές τσέπες του σακακιού του, αυτή τη φορά, ενώ στη συνέχεια προχωράει στο γιλέκο με κατεύθυνση προς κωλότσεπες και κάτι τσεπάκια, άλλα φανερά κι άλλα απόκρυφα.
 
Νέες ανασκαφές και νέα χάρτινα ευρήματα έρχονται στην επιφάνεια, τοποθετούνται ήρεμα πλάι στ’ άλλα ή και πάνω σ’ αυτά και όλο και ψηλώνουν το μικρό χαρτόλοφο, που μου κόβει πλέον τη θέα προς την αίθουσα συναλλαγής και αρχίζει να μου κόβει και την ελπίδα, ότι θα ξεμπλέξω από την κατάσταση που εγώ δημιούργησα, αφού ο χαρτόλοφος παίρνει πια επικίνδυνες διαστάσεις, καθώς, ο άνθρωπος, ακουμπάει εκεί ολόκληρο το χαρτοβασίλειο που κουβαλάει απάνω του. Στο τέλος μου δίνει, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, την επιταγή της σύνταξής του, με ένα αφελές, καλοσυνάτο και αφοπλιστικό χαμόγελο: Ήταν μέσα στο φάκελο που είχε αφήσει πάνω στο καπέλο του, πριν αρχίσει τις ανασκαφές -νομίζω σου είχα πει να προσέξεις αυτό το φάκελλο, δεν στο είχα πει;
 
Ξ έ χ α σ α, όμως, να σου πω, ότι οι τρεις-τέσσερεις πελάτες έχουν ήδη γίνει εφτά-οχτώ και δεν φαίνονται να διασκεδάζουν.
 
Μήπως έχετε ταυτότητα, κύριε…
 
Αυτό ήταν το δεύτερο λάθος μου και δεν είναι απ’ αυτά που λες «ε! έχω κάνει τόσα λάθη στη ζωή μου, τι πειράζει ένα ακόμα;», όχι δεν είναι απ’ αυτά τα λάθη. Τι ήθελα και ρώταγα; Τι την ήθελα την ταυτότητα; Ήταν εντελώς απίθανο να πρόκειται για άλλον, εκτός από τον… ίδιο. Γιατί, εκτός των άλλων, δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ δεύτερος άνθρωπος στον κόσμο όλο, με τέτοιο όνομα:
 
-«Χατζηχαραλαμπόπουλος, παιδί μου. Χατζηχαραλαμπόπουλος. Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος. Και βέβαια έχω ταυτότητα, τί θα ήμουν; Ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα; (Να και αστειάκια!). Αλλά βέβαια για πιστοποίηση, θα σου δώσω το διαβατήριό μου. Μόνο μια στιγμή, να δω πού το έχω βάλει, για να το έχω πρόχειρο».
 
Και αρχίζει νέες ανασκαφές, μέσα στον κυκεώνα των χαρτιών που κουβαλάει μαζί του και που τώρα πια γεμίζουν ένα γκισέ. Ψάχνει-ψάχνει, πουθενά το διαβατήριο. Στο τέλος -τρόπος του λέγειν «τέλος»- κάποιος από τους πελάτες που περιμένουν – τρόπος του λέγειν και το «περιμένουν»- το περιμαζεύει από το πάτωμα και μου το δίνει. Εγώ κρατάω τα στοιχεία που μου χρειάζονται και του δείχνω πού να υπογράψει την επιταγή του. Και τότε αρχίζει η διαδικασία της υπογραφής ή το μαρτύριο της ορθοστασίας: Γράφει, γράφει και τελειωμό δεν έχει, ο δε χώρος στις επιταγές δεν είναι και απεριόριστος, ούτε και η υπομονή μου άλλωστε, άσε που οι εφτά-οχτώ έχουν γίνει έντεκα-δώδεκα και να και ο δέκατος τρίτος, που αυτός κι αν είναι το άκρον άωτον της υπομονής και της κατανόησης: ο κύριος διευθυντής!
 
Μα τι γίνεται τόσην ώρα
 
Υπογράφουμε, κύριε διευθυντά
 
Τόσην ώρα
 
Ο κύριος Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος υπογράφει την επιταγή του ολογράφως!!! Και όταν τελειώνει και βλέπω τη μισή γραμμένη στο μάρμαρο του γκισέ, τότε διαπράττω και το τρίτο λάθος μου, το τρίτο και φαρμακερό:
 
Κύριε Χατζηχαραλαμπόπουλε, δεν είναι ανάγκη να υπογράφετε με ολόκληρο το όνομά σας. Τα αρχικά αρκούν : Ε . Α . Χ
 
Η διαπίστωση ότι πρόκειται περί ενός ακόμα λάθους χειρισμού μου και μάλιστα αδιόρθωτου, αφενός μου ήλθε κατακέφαλα και με ζάλισε, αφετέρου δε επισφράγισε την άποψη που επικρατεί γενικώς, ότι αδιόρθωτο δεν είναι κανένα λάθος, αδιόρθωτος είμαι μόνο εγώ ο ίδιος αυτοπροσώπως, εκτός αν παραδεχτώ τελικά, ότι λάθος ήταν, όχι μόνο η πρόσληψή μου στην Τράπεζα, αλλά ακόμη και ο ερχομός μου στο σοφά δημιουργημένο και άριστα οργανωμένο τούτο κόσμο.
 
Γιατί ο κυρ-Επαμεινώνδας ισιώνει το ελαφρά γερτό από τα χρόνια παράστημά του και επαίρει τη γαλανόλευκη σημαία της αναίμακτης, προς ώρας, επανάστασής του και προβάλλει τα ιδεώδη του και, για να ακριβολογήσουμε, αρχίζει να μου εξηγεί ότι στον Καναδά, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι πρότινος, άπειρες φορές είχαν προσπαθήσει να του κόψουν το μακρύ του όνομα, αλλά… ματαίως, ποτέ δεν τα κατάφεραν, γιατί τα επιχειρήματά του ήταν ατράνταχτα, το όνομά του έπρεπε να γίνει αποδεχτό όπως ήταν, αυτούσιο και σεβαστό και ολόκληρο, όχι μόνο για την ελληνικότητά του, αλλά και για τη γνησιότητα που του εξασφάλιζε, γιατί αυτός ήταν υπερήφανος και για το όνομα και για την καταγωγή του, ήτανε ένας Έλληνας γνήσιος και έφερε ένα όνομα Ελληνικό και δεν ήταν σαν μερικούς-μερικούς, που από Παπαδόπουλος γίνανε Pappas, από Κωνσταντίνος γίνανε Gus και από Αναγνωστόπουλος… Agnew (!)- το θαυμαστικό δικό του- και τα ρέστα και τα σέα και παίρνει φόρα πλέον να μου περιγράφει, ακάθεκτος, πώς ο ίδιος είχε γίνει αποδεκτός από όλους για την προσωπικότητά του, στην οποία όφειλε τις φιλίες του, όχι μόνο με τους Καναδούς, την νοοτροπία των οποίων είχε αφομοιώσει πλήρως, αφού ζούσε εκεί, αλλά και με λευκούς και μαύρους, ασιάτες και ευρωπαίους, αφρικανούς, ανατολικούς και δυτικούς, χριστιανούς και βουδιστές, κι όλοι, καλοί-κακοί, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν και υπολόγιζαν την άποψή του και η γνώμη του μετρούσε πάντα κι έπιανε τόπο και όλοι ζητούσαν τη συμβουλή του κι αυτός την έδινε απλόχερα, όπως έδινε και τη βοήθειά του, υλική και ηθική, και την αγάπη του και πρόσεχε και πρόστρεχε τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φύλο ή φυλή και το φιλί του ήτανε αγνό και γνήσιο και όχι το φιλί του Ιούδα…
 
Στην ξένη χώρα, παιδί μου, από τη μία προσαρμόστηκα στον τρόπο ζωής, εργασίας, σκέψης και ταυτίστηκα με τις τοπικές κοινωνικές συνθήκες, τις συνήθειες, το φαγητό, τη διασκέδαση κι από την άλλη μπόρεσα να διατηρήσω τις αρχές μου και να τηρώ τις παραδόσεις μας και τις αιώνιες αξίες που διακρίνουν τον άνθρωπο. Απ’ αυτές, ξεχωριστή βαρύτητα έδωσα στις αξίες της αγάπης, της φιλίας και της ευγνωμοσύνης. Χωρίς φανατισμό καλλιέργησα τις ηθικές και θρησκευτικές μου τάσεις, με τις οποίες γαλουχήθηκα εδώ στην πατρίδα. Μ’ αυτές μεγάλωσα. Κι όταν έφηβος πήρα των ομματιών μου κι έφυγα για την ξενιτιά, να ζήσω σ’ άλλη χώρα, προσπάθησα να εγκλιματιστώ, αλλά χωρίς να αλλοτριωθώ. Δεν ήταν διόλου εύκολο, αλλά νομίζω πως τα κατάφερα. Είμαι ευτυχής γι’ αυτό….»
 
Μιλάει ο κύριος Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος, μιλάει και σταματημό δεν έχει και τ ώ ρ α πια βρίζουν οι άλλοι, όλοι οι άλλοι και σκούζει ο κύριος διευθυντής και είναι δίκαια βεβαίως όλα αυτά ή μήπως είναι και άδικα, δεν ξέρω, όλα δηλαδή όσα λέει ο κυρ- Επαμεινώνδας κι όσα βρίζουν οι άλλοι και τί να κάνω τώρα εγώ που ειλικρινά δεν φταίω, ή μήπως φταίω, δεν γνωρίζω κι άντε να τους πείσεις πως δεν φταις -εδώ θέλω τη γνώμη σου, αλλά όχι τώρα, θύμησέ μου να σε ρωτήσω μόλις τελειώσω- ή να πείσεις τον κυρ- Επαμεινώνδα να πάψει πια να μου μιλάει για το π η γ ά δ ι που ανοίγει σ’ ένα χωράφι που μόλις αγόρασε, με τα λεφτά που έφερε από τον Καναδά κι ελπίζει να βρει νερό να το ποτίζει και να πίνει κιόλας, για τα δέντρα που θέλει να φυτέψει, τα ζωντανά που νοιάζεται να θρέψει, τις κότες, τις κατσίκες, δυό χηνούλες, δυό κοκράνια, το γάιδαρο που τού’ χει αρχαίο όνομα, Περίανδρο τόνε λέει, γιατί περιφέρεται και εξυπηρετεί τον άνδρα, τον άνθρωπο δηλαδή, για το μοσχαράκι που θέλει να αναθρέψει, το σκύλο του το Μαχμούτ, που τού ’δωσε το όνομα ενός τούρκου φίλου του, που του χρωστάει τη ζωή του, γιατί κινδύνεψε μια φορά κι έσπασε τα πλευρά του για να τον σώσει, έχει πεθάνει τώρα πια, αν και μικρότερος και μάλιστα χωρίς να ξαναδεί την πατρίδα του, θα μου μιλήσει άλλη φορά γι αυτόν, λες και δεν μου τα ’πε σχεδόν όλα…
 
Μιλάει ο κυρ-Επαμεινώνδας και λέει για τη γυναίκα του την Έλεν, που τη λάτρευε και που την έχασε νέα από την επάρατη και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, δεν πρόλαβε ούτε παιδιά να κάνει, γι αυτό και είναι μόνος του, με την ανάμνησή της και την αγάπη του αμοίραστη. Και μια γάτα που βρήκε στο δρόμο και την περιμάζεψε, Έλεν την ονόμασε, για να μη πάψει να ακούγεται το όνομα της γυναίκας του μέσα στο σπίτι.
 
Όλοι, παιδί μου, οι έλληνες της Αμερικής παντρεύονται ελληνίδες και καλά κάνουν. Εγώ όμως αγάπησα την Έλεν κι αυτήνε ήθελα και δεν διστάσαμε ούτε στιγμή, ούτε εγώ ούτε και κείνη, που ήταν καναδέζα κι από σπίτι, που λέει ο λόγος. Μα ήμουν άτυχος! Θα σου τα πω γι αυτή μιαν άλλη μέρα, γιατί τώρα θέλω να σου μιλήσω…»
 
Για τον άνθρωπο γενικώς, να μου μιλήσει, θέλει ο άνθρωπος κι εγώ να ακούω αμίλητος να λέει για τα δάση που τα καίει ο έλληνας, δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του κανένα άλλο πολίτη της γης να καίει την πατρίδα του για να την κάνει οικόπεδα και τσιμέντα, για το περιβάλλον που καταστρέφει ο έλληνας, για τη ληστρική εκμετάλλευση της γης και της θάλασσας, για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τους αρμοδίους, αλλά κυρίως από το λαό, τον κόσμο, εμάς τους ίδιους, που δεν αγαπάμε πια αυτό τον τόπο, άρα δεν αγαπάμε τον εαυτό μας, τίποτα δεν αγαπάει πια ο έλληνας και αυτό δεν είναι θέση ακραία, είναι μια πραγματικότητα.
 
Να μου μιλήσει για το Τζόζεφ, τον ήρωα του Τζων Στάιμπεκ, στο βιβλίο του «Σ’ έναν άγνωστο Θεό». Το Τζόζεφ, που, σε περίοδο ανομβρίας, έκοψε τις φλέβες του για να ποτίσει τη γη του και μου έλεγε αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο και ότι κι αυτός το ίδιο θα έκανε στη θέση του, γιατί η γη, το χώμα, το νερό, τα δέντρα, είμαστε εμείς οι ίδιοι, το παρόν μας και το μέλλον μας και ποιό είναι το μέλλον του ανθρώπου, που για πρώτη φορά, μπορούμε να το προδιαγράψουμε από τώρα και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να μπορείς να προδιαγράψεις το μέλλον σου και συνέχισε να μου μιλάει για το δικό του μέλλον, τέλος πάντων, ο άνθρωπος…
 
Έτσι με συμπάθησε ο κύριος Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος, την πρώτη-πρώτη φορά που με πρωτοείδε. Και έτσι τον συμπάθησα κι εγώ γιατί, ξέχασα να σου πω, ότι είχα πλέον εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να συντονίσω την έξαλλη κατάσταση που επικράτησε εκείνη την ημέρα, μέσα σ’ εκείνο το νησιώτικο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, όπου εργαζόμουν, είχα δε εγκαταλειφθεί και ο ίδιος στη μοίρα μου, είχα ανοίξει δυο πήχες το στόμα μου από την έκπληξη και, όλος αυτιά, τον άκουγα με απόλυτη προσήλωση.
 
Ίσως και γι αυτόν ακόμα το λόγο να με συμπάθησε ο κυρ- Επαμεινώνδας: διότι οι άνθρωποι τέτοιους ανθρώπους ψάχνουνε για να μιλήσουν, σαν και μένα, ανθρώπους που ακούνε κι όχι ανθρώπους που μιλάνε και, χωρίς να σ’ αφήσουν καλά-καλά να πεις τον πόνο σου, δίνουν εύκολες συμβουλές και κάνουν ανόητες υποδείξεις, του τύπου « η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να… βρεις μια λύση»! Από καλούς ακροατές έχουμε ανάγκη όλοι μας και από δαύτους υπάρχει έλλειμμα και άντε να τους βρεις -από σένα δεν έχω παράπονο μέχρι στιγμής.
 
Τώρα, βέβαια, αν αυτό το περιστατικό είχε συμβεί μία μόνο φορά, την πρώτη-πρώτη, το πράγμα δεν θά ’χε πάρει τέτοια έκταση, ούτε την τροπή και τις συνέπειες που ακολούθησαν. Όμως κάθε μήνα που ερχόταν στην Τράπεζα ο κυρ-Επαμεινώνδας για να εξαργυρώσει την επιταγή της σύνταξης που του έστελναν από τον Καναδά, επαναλαμβανόταν η ίδια περίπου ιστορία, που, νομίζω, σου είπα την κεντρική ιδέα, αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι;
 
Ήταν η ίδια ιστορία, που όμως είχε πολλά επεισόδια, αλλά ο κυρ-Επαμεινώνδας δεν έφευγε, αν δεν μου έλεγε, ως επίλογο των μηνιαίων του διαλέξεων, για το πηγάδι που άνοιγε και δεν μπορούσε μέχρι στιγμής να βρει νερό και για τους λόγους που συνέβαινε -ή μάλλον δεν συνέβαινε- αυτό, παρά το ότι αυτός διέθετε τον πιο αξιόπιστο ραβδοσκόπο, με το χάρισμα κληρονομικό, από πάππου προς πάππον, τον ε α υ τ ό του.
 
Αλλά, τι να περιμένεις πια, παιδί μου! Με τα διάφορα πειράματα, τις καταστροφές, τις πυρκαϊές, τις πυρηνικές δοκιμές, την απρογραμμάτιστη και ανεξέλεγκτη δόμηση και την παρά φύση παρεμβολή του ανθρώπου στο έργο της φύσης, ο πλανήτης μας είναι άρρωστος και αργοπεθαίνει και τον σκοτώνουμε κάθε μέρα εμείς οι ίδιοι, του προκαλούμε ένα θάνατο αργό μα βέβαιο και τώρα ζούμε κι εμείς σ’ έναν άρρωστο πλανήτη, όπου αργοπεθαίνουμε και οι ίδιοι κι εγώ στα λέω τώρα όλα αυτά για να τα πεις κι εσύ και να προλάβουμε, κάπου υπάρχει ελπίδα ακόμα. Μα πώς να βρω νερό, που το ραβδί μου επηρεάζεται απ’τα διάφορα μαγνητικά πεδία της σημερινής τεχνολογίας, από όλα αυτά τα τεχνητά κι αφύσικα στοιχεία, που οδηγούν το χέρι μου αλλού και έξω από τις φυσικές, τις μυστικές υπόγειες στοές και σήραγγες, που ευτυχώς κρατάνε ακόμα φυλαγμένο, ως κόρην οφθαλμού, το ποθητό νεράκι, όχι μόνο σαν ανάγκη αλλά και σαν σύμβολο ελπίδας και αισιοδοξίας, σαν να μη θέλουνε να επιτρέψουνε να βγεί στην επιφάνεια και να δοθεί, έτσι άπλετα και άχρηστα, στον άχρηστο, αχάριστο και άπληστο άνθρωπο, να πλένει τ’ άπλυτά του και -όπως το προβλέπω- τ’ αυτοκίνητά του».
 
Τέτοια μου έλεγε και δεν τέλειωνε έτσι εύκολα η πολυλογία τού… Αριστογείτονος -ξέχασα να σου πω ότι αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του, που όμως αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του όλου ονόματος του Επαμεινώνδα Χατζηχαραλαμπόπουλου- δεν τέλειωνε, λέω, αν δεν μου μιλούσε όχι μόνο για το παρελθόν και το παρόν του, αλλά και για το προσωπικό του μέλλον και μάλιστα με τόση αισιοδοξία, που διαφαινόταν πλέον καθαρά, ότι το δικό μου μέλλον σ’ αυτή την Τράπεζα, δεν θα ήταν μέλλον, αλλά μάλλον θα ήταν παρελθόν και μάλιστα πολύ σύντομα. Πάρα πολύ σύντομα….
 
Πολύ σύντομα από την τελευταία μου διαπίστωση ήλθε η μετακίνησή μου από το νησί, που την είπανε «μετάθεση στην Αθήνα», έτσι την είπανε και θα μπορούσε να εκληφθεί ως απλή σύμπτωση μάλλον, παρά ως δυσμενής συνέπεια των στενών επαφών μου με τον κυρ-Επαμεινώνδα. Κι αυτό γιατί ήθελα και να φύγω και μάλιστα το είχα ζητήσει κιόλας σε ανύποπτο χρόνο.«Τώρα τι γίνεται;» αναρωτιόμουνα και δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει -ή με την αφορμή αυτή, σου έχει γίνει ήδη κατανοητή μία ακόμα πτυχή της ιδιόμορφης ψυχοσύνθεσής μου- ότι είχα φθάσει στο σημείο να μη ξέρω τι θέλω: Να φύγω ή να μη φύγω!
 
Βέβαια, ξέχασα να σου πω, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που μπερδεύομαι συναισθηματικά και λόγω χαρακτήρα -έχουν χαρακτηρίσει ως αχαρακτήριστο το χαρακτήρα μου, διάφορα άτομα, τα οποία έχω, κι εγώ με τη σειρά μου, χαρακτηρίσει ως μάλλον α δ ι ά φ ο ρ α άτομα -αλλά και λόγω… ζωδίου. Τα ίδια αδιάφορα άτομα με βρήκανε, λέει, Ζυγό βαρβάτο, ρομαντικό και αναποφάσιστο, ανασφαλή και αναποφάσιστο, λυπησιάρη και αναποφάσιστο, αλλοπρόσαλλο και αναποφάσιστο και μου κοτσάρανε κι ένα σωρό άλλα παρατσούκλια και προσωνύμια, όπως αλλοτζούτζουλος, σαρδανάπαλος, αλαφροήσκιωτος και ονειροπαρμένος, μέχρι… αναποφάσιστο με είπανε, στο τέλος δε κάποιος τόλμησε να με αποκαλέσει και ασυνεπή, πράγμα που δεν το δεχθήκανε και αντιδράσανε βίαια κάποιοι άλλοι… δικοί μου άνθρωποι, κάποιοι φίλοι μου, κολλητοί(!), που πήρανε το μέρος μου σχεδόν εξαγριωμένοι: «Ε, όχι και ασυνεπής, ο άνθρωπος του οποίου συνεπέστερος δεν υπάρχει, αλλά βέβαια σε ένα και μόνο πράγμα: στην… ασυνέπεια !». Γελάς, έ;
 
Τα λέγαμε όλα αυτά με τον κυρ-Επαμεινώνδα, μέσα στο κατάστημα της Τράπεζας, γιατί, ξέχασα να σου πω, δεν τον είχα συναντήσει ποτέ έξω απ’ αυτό, δεν γινόταν φαίνεται, δεν μπορούσαμε ή δεν εμπνεόμαστε, τέλος πάντων, να ανοίξουμε συζήτηση και να φιλοσοφήσουμε χωρίς πίεση, χωρίς ουρές, διευθυντές και τα ρέστα. Κατάλαβες; Ωπ! όχι απαντήσεις, όχι ακόμα τουλάχιστον, μη μου χαλάς τον ειρμό με τυχόν απαντήσεις και διακοπές, καλά ακούς μέχρι στιγμής. Ακόμα κι αν έχεις μπερδευτεί λίγο με όλα τούτα, λάβε υπόψη σου, ότι κάπου έπρεπε να τα πω κι εγώ, να εκτονωθώ και να ξεθυμάνω και μια και σε βρήκα, δηλαδή, να έχεις κι εσύ τα παράπονά σου απ΄ την Ελλάδα που σε πληγώνει, όπως λέει κι ο ίδιος μας ο ποιητής, λες κι εμένα μ’ αφήνει απλήγωτο, να πούμε… Αλλά μη νομίσεις ότι στα λέω και όλα, έχω ξεχάσει τα περισσότερα, μα δεν πειράζει, έτσι δεν είναι; Τα πιο σπουδαία…Καφεδάκι; Έφτασε…Όπως το πρώτο…έφτασα!…
 
Στενοχωρήθηκα. Ενώ έπρεπε να χαρώ, γιατί το είχα ζητήσει και το ήθελα, εγώ στενοχωρήθηκα που ήλθε αυτή η μετακίνηση. Θέλεις να μάθεις γιατί; Για πολλούς λόγους.
 
Έτσι νόμιζα. Για τον καθαρό αέρα που θα έχανα, για τους φίλους τους καλούς -ξέχασα να σου πω, είχα και απ’ αυτούς, λίγους βέβαια, αλλά επιλεγμένους στο μικρό νησάκι- για τις όμορφες ακρογιαλιές, για το ψάρεμα που πήγαινα και ξαναπέταγα τα ψάρια στη θάλασσα γιατί τα λυπόμουνα να τα βλέπω να σπαρταράνε, για τα βιβλία που είχα διαβάσει, για τα κείμενα που είχα γράψει, κι άλλα είχα δημοσιεύσει στην τοπική εφημερίδα κι άλλα άφησα αδημοσίευτα για πάντα και τα κουβαλάω πάντα εδώ μαζί μου, για τα ατέλειωτα χιλιόμετρα που είχα περπατήσει, κουβεντιάζοντας και αναλύοντας θέματα, φιλοσοφώντας και σκεφτόμενος, με ξεχωριστή αναφορά στο υπαρξιακό πρόβλημα, που φαινότανε να απασχολεί όλη την παρέα, για τις νύχτες τ’ Απρίλη, για του Μάη τις ευωδιές, γι’ αυτές τις ξαστεριές τα καλοκαίρια, για τις συννεφιές στις ερημωμένες χειμωνιάτικες παραλίες, για τα μελαγχολικά Κυριακάτικα απογεύματα με ελληνική ταινία στο μοναδικό κινηματογράφο, για την εκκλησία όπου βόηθαγα τον ψάλτη με ισοκράτημα, διάβαζα τις προφητείες και τον εξάψαλμο, έλεγα τον Απόστολο κι έψελνα το «Σε υμνούμεν», μόνος μου, σε Μι ελάσσονα κι ανατρίχιαζα κάθε φορά στο «Σοι ευχαριστούμεν», για ένα ταβερνάκι, τη Στέρνα, έτσι το λέγανε, φτηνό και γραφικό, όπου κάποιες φορές αγοράζαμε τα παϊδάκια και τα πηγαίναμε στο Σωτήρη, τον ταβερνιάρη, να μας τα ψήσει και πληρώναμε μόνο τις σαλάτες, το τυρί και το κρασί κι άλλες φορές καθότανε μαζί μας κι ο ίδιος ο Σωτήρης και δεν μας έπαιρνε φράγκο, γιατί «...όσα άκουσα απόψε από σας», μας έλεγε ο καημένος ο Σωτήρης, «δεν πληρώνονται με τίποτα», έτσι μας έλεγε και, το χειρότερο, το εννοούσε κιόλας, για το ηλιοβασίλεμα πίσω από το στήθος της «Κοιμωμένης», μιας οροσειράς που μοιάζει σαν τεράστια ξαπλωμένη γυναίκα, η πιο μεγάλη και πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο ολόκληρο, αλήθεια λέω, μπορεί να σου αραδιάζω ένα σωρό, κατά συνθήκη, ψέματα, αλλά όταν μιλάω για την Κοιμωμένη βάζω όλη μου την ειλικρίνεια και όλη μου τη στενοχώρια, που θα έχανα τη θέα της. Τη θέα τής θεάς!…
 
Στενοχωρήθηκα. Για όλους αυτούς τους λόγους και για κείνη την κοπελίτσα που αγαπούσα βαθειά κι ένιωθα τόση τρυφερότητα που μ’ ερέθιζε και μ’ έλειωνε ταυτόχρονα σαν το κεράκι, για κείνη την κοπελίτσα που ήξερε πως θά ’φευγα μια μέρα από το νησί και δεν θα ξαναγύριζα ποτέ, γι’ αυτή την ίδια κοπελίτσα που μούγραφε τα ραβασάκια και της έγραφα ποιήματα και που είχε έρθει η ώρα του αποχωρισμού και έκλαιγε για μένα, για το γεγονός το ίδιο, ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος που έκλαψε για μένα, έκλαψε που μ’ έχανε, ποιόν! εμένα, τον απροσάρμοστο, τον αναποφάσιστο, τον ασυνεπή, τον ασυμβίβαστο, τον…αναρχοαυτόνομο, το θεοπάλαβο, το γκρινιάρη, τον ανένταχτο και τα λοιπά, γιατί, ξ έ χ α σ α να σου πω, ότι όλα αυτά τα…προτερήματα τα είχα και τα έχω και το ξέρω πως τα έχω και είμαι ίσως η μοναδική περίπτωση, όπου η γνώση ενός προβλήματος, όχι μόνο δεν το αμβλύνει αλλά αντιθέτως το επαυξάνει. Γιατί εγώ τελικά δεν έχω πρόβλημα: Ε ί μ α ι πρόβλημα ! . . .
 
Εκτός βέβαια από όλες αυτές τις αιτίες του άγχους μου, μια άλλη σοβαρή αιτία, νόμιζα πως ήταν και η πόλη που θα πήγαινα: η Α θ ή ν α, μια πόλη που με ξάφνιαζε ως ιδέα, με φόβιζε ως ζωή, με ενθουσίαζε ως άγνωστο, με γέμιζε αισιοδοξία και ματαιοδοξία, φιλοπονία και ματαιοπονία, αιφνίδιο θράσος και μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα, η οποία όμως, αιφνιδίως πάλι, μετατρεπόταν σε αμφιβολία και κατέληγε σε ανασφάλεια.
 
Ίσως νομίσεις, ότι ξέφυγα λίγο και ήδη σου μιλάω για τον εαυτό μου. Λάθος. Μεγάλο λάθος. Όλα αυτά που σου είπα, τα είπα μια μέρα στον κυρ-Επαμεινώνδα, μέσα στην Τράπεζα -πού αλλού! Ξέρεις τι μου απάντησε; Τ Ι Π Ο Τ Α! Εκείνη την ημέρα δεν άνοιξε το στόμα του. Και ξέρεις πώς υπέγραψε την επιταγή του; Ε. Α. Χ. ! Και ξέρεις τι έκανε μετά; Έ φ υ γ ε …..
 
Και εδώ, θέλω να με πιστέψεις, πως είχα χίλιους λόγους κι άλλες τόσες αιτίες να θέλω και να μη θέλω να φύγω από το νησί και τις πιο σπουδαίες στις αράδιασα κι εσένα, ακριβώς όπως τις είχα αραδιάσει στον εαυτό μου κι όπως τις αράδιασα εκείνη την ημέρα και σε κείνον τον ίδιο, μα το βάρος που ένιωθα κι ο κόμπος στο λαιμό δε φεύγανε, ενώ η διαταγή το έλεγε σαφώς και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα αλλαγής ή επιλογής, από πλευράς μου.
 
Σκεφτόμουν συνεχώς. Προβληματισμένος. Γιατί δεν με ικανοποιούσαν οι εξηγήσεις που έδινα; Γιατί δεν πειθόμουν για τους λόγους που εύρισκα; Γιατί δεν με ξαλάφρωνε η συνηθισμένη μου φράση «εγώ δεν έχω πρόβλημα, είμαι πρόβλημα», ε; σε ρωτάω, γιατί;
 
Μόλις την παραμονή της αναχώρησής μου ανακάλυψα ή μάλλον προσποιήθηκα ότι είχα ανακαλύψει, πως ο βασικός, ο ιδιαίτερος, ο πιο έντονος και σπουδαίος λόγος της στενοχώριας μου έφερε ένα μακρόσυρτο, περίεργο όνομα, που δεν κοβόταν με τίποτα. Λεγότανε: Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος. Και τότε ελαφρώς ξαλάφρωσα, παρά την απέραντη θλίψη που με πλημμύρισε, από τη σκέψη ότι δεν θα ξανάβλεπα αυτό τον άνθρωπο, γιατί… ξέχασα να σου πω, ότι… έτσι και συμπαθήσω άνθρωπο εγώ, δεν τον ξεσυμπαθάω εύκολα και αυτό το γέρο τον είχα συμπαθήσει τρομερά!
 
Αυτός ο γέρος με το χωρίς νερό πηγάδι και το πηγαίο κουράγιο, με την αισιοδοξία και τις ατράνταχτες αρχές, με τόση αγάπη για τον άνθρωπο, τη φύση, το περιβάλλον, με τους τόσους φίλους απ’ όλο τον κόσμο, που τού ’γραφαν ταχτικά και ερχόταν και του διάβαζα τα γράμματα γιατί δεν έβλεπε καλά, με τη ζωή γιομάτη από δράση κι ενεργητικότητα, μ’ ένα παρελθόν γιομάτο, ένα παρόν γιομάτο από παρελθόν κι ένα μέλλον πάντα γιομάτο από τον ενθουσιασμό της αβεβαιότητας, στην ηλικία του, που κι αυτή αβέβαιη ήταν, αυτός ο γέρος, που όλοι τον φωνάζαν «Κάναντα», γιατί έτσι πρόφερε τον Καναδά, αλλά αυτό το είπαμε, μου είχε κάνει τόση και τέτοια εντύπωση, που τον ένιωθα σαν τον παππού μου, ένα παππού γεμάτο καλοσύνη και πραότητα, σοφία και τρυφεράδα, που φανταζόμουνα από παιδί και που δεν πρόλαβα να γνωρίσω και που τόσο τον είχα ανάγκη και ως ανάγκη μου έμεινε μέσα στην ψυχή, οι άλλοι είχαν τον παππού τους και εγώ είχα την ανάγκη του, γιατί, ξέχασα να σου πω, εγώ δεν γνώρισα κανένα από τους παππούδες, αλλά ούτε και τις γιαγιάδες μου, που υπήρξαν, δεν μπορεί να μην υπήρξαν, απλώς είχαν πεθάνει πριν γεννηθώ.
 
Κι αυτός ο ημεδαπός εξ αλλοδαπής γεροπαππούς -ή αλλοδαπός εξ ημεδαπής κι όλο τα μπερδεύω- ο «Κάναντα», τέλος πάντων, με δίδαξε ένα σωρό πράγματα και μου άφησε ένα σωρό μηνύματα κι ένα τεράστιο κενό μεσ’ την ψυχή, την ώρα του αποχαιρετισμού, στο ντόκο του λιμανιού, καθώς έφευγε το παπόρι κι απομακρυνόταν κι εγώ είχα καρφώσει το βλέμμα σ’ αυτό το αμερικάνικο παλτό και την φαρδιά ρεπούμπλικα, που στεκόταν ελαφρά γερτό κι ακίνητο εκεί στην προκυμαία. Είχε έρθει να με ξεπροβοδίσει κι εγώ αγωνιζόμουν να μη κλάψω, εγώ , που, ξέχασα να στο πω, μια ζωή αγωνίζομαι να κάνω τα μάτια μου να τρέξουν και δεν το καταφέρνω και τούτη τη φορά που μου δινόταν μια ευκαιρία δεν το ήθελα, γιατί θα τον έχανα πιο γρήγορα απ’ όσο θα επέτρεπε η απόσταση, με βουρκωμένα μάτια και πιο αργά αν παρέμεναν στεγνά και τελικά τον έχασα π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α!
 
Ο Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος ή «Κάναντα», όπως τον έλεγε όλο το νησί, ήτανε ένα ολόκληρο νησί για μένα. Ίσως ήτανε ο ίδιος ο εαυτός μου και μάλιστα όχι όπως είμαι, αλλά όπως θα ήθελα να είμαι και μάλιστα όχι στην ηλικία του, αλλά στη δική μου ηλικία, που κι αυτή αβέβαιη είναι.
 
Και βέβαια ο Επαμεινώνδας υπήρξε πέντε χρόνια ζωής, πέντε ολόκληρα χρόνια της ζωής μου, τα πέντε πρώτα και πιο σημαντικά χρόνια της δουλειάς μου, μιας δουλειάς που ένιωσα βαθειά και αγάπησα. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πόσο ένιωσα τη δουλειά μου και πόσο την αγάπησα -εκτός από τον κύριο Επαμεινώνδα- και ήταν το μόνο πράγμα που έκανα σωστά στη ζωή μου, το μόνο, όλα τ’ άλλα βράστα.
 
Ακόμα και αυτό που κάνω σήμερα, δηλαδή που σου μιλάω για τον «Κάναντα», στη δουλειά μου το οφείλω κι ότι κι αν έχω καταφέρει στη ζωή μου, στη δουλειά μου το χρωστάω. Και στη δουλειά μου αφιερώνω όλες μου τις επιτυχίες, όλες μου τις ενασχολήσεις, όλες μου τις απολαύσεις και κυρίως τις ελεύθερές μου ώρες, που μόνο όταν έχω δουλέψει τις έχω χαρεί, κι όσο πιο σκληρά έχω δουλέψει, όσο πιο πολύ έχω προσφέρει με την εργασία μου, τόσο πιο πολύ έχω χαρεί τις ελεύθερες ώρες μου.
 
Μου είπε, μια φορά, ο κυρ-Επεμεινώνδας για τη δουλειά και από τότε το έδεσα καλά μεσ’ το μυαλό μου: « Μη ξεχνάς, παιδί μου, ότι πρέπει ν’ αγαπάς την εργασία σου, αλλά να μη σ’ αλλοτριώνει, να μη σε τρώει, γιατί όποιον τον αλλοτριώνει η δουλειά του, δεν κάνει καλό ούτε στον εαυτό του ούτε στη δουλειά του την ίδια. Η εργασιομανία είναι ασθένεια εξ ίσου επικίνδυνη και σχεδόν ανίατη, όπως η οκνηρία».
 
Και θυμάμαι τώρα -είναι απορίας άξιον πώς δεν το ξέχασα τελικά- καθώς τον έχανα από τα μάτια μου, από την πρύμη του καραβιού που ολοένα αλάργευε κι όπως έσβηνε εντελώς το μαύρο σημαδάκι του από το βλέμμα μου και μετακόμιζε σαν πελώριο, κατάμαυρο σημάδι στην ψυχή μου, θυμάμαι λέω, εγώ ο ξεχασιάρης, ότι, έτσι αυθόρμητα και ενστικτώδικα, άνοιξα τη μικρή τσάντα, όπου είχα χώσει όλα τα ενθύμια και άλλα τέτοια και τα ρέστα δηλαδή, και τράβηξα από μέσα τον… κουμπαρά. Δώσε βάση σ’ αυτό τον κουμπαρά. Μη τον περάσεις έτσι ξώφαλτσα. Έδωσες βάση; Έδωσες! Εντάξει….
 
Η μελαγχολία θεραπεύεται με τη μέθοδο της ομοιοπαθητικής και με τίποτα άλλο! Δική μου αλάθητη αντίληψη είναι αυτή, δοκιμασμένη και αποδεδειγμένη με προσωπικά πειράματα, του τύπου δόκτορος Τζέκιλ! Νιώθεις μελαγχολία, να πούμε; Τραβάς μία ακόμα γερή δόση μελαγχολίας και, ή φτάνεις στο απροχώρητο και στο αμήν και σκάζεις και ξενοιάζεις -και μάλιστα με το ενθαρρυντικό σκεπτικό ότι «έτσι και σκάσεις φέτος, του χρόνου δεν θα έχεις πια κανένα φόβο»- ή σου περνάει μια και καλή, αφού αγγίξει το ζενίθ και τη σκαπουλάρεις, το πολύ-πολύ με κανένα κουσούρι μικροπαλαβομάρας, ως παρενέργεια, την οποία όμως, στη δική μου την περίπτωση, ούτως ή άλλως, την είχα από καιρό κατοχυρωμένη.
 
Μ’ αυτό το αξιωματικό, για μένα, σκεπτικό, τράβηξα κι εγώ τη δόση μου, για να επιτείνω τη μελαγχολική μου διάθεση ή, με άλλα λόγια, τράβηξα τον κουμπαρά μέσα από την τσάντα με τα άχρηστα ενθύμια, κρίνοντας ότι αυτός ο κουμπαράς θα ήταν το ομοιοπαθητικό μου φάρμακο. Άρχισα να τον κουνάω πάνω-κάτω και ν’ ακούω το μεταλλικό ήχο τού περιεχομένου του. Πάνω-κάτω ο κουμπαράς και πλάι στ’ αυτί μου για ν’ ακούω.
 
Γιατί ξ έ χ α σ α να σου πω το κυριότερο: Μόλις τέλειωνε τη συναλλαγή του στην Τράπεζα ο «Κάναντα», δηλαδή μόλις έπαιρνε στο χέρι τα λεφτά της σύνταξής του, μετά τη γνωστή και καθιερωμένη διαδικασία -πηγάδι χωρίς νερό και ψάχνουμε, αναδρομή στο παρελθόν και σχεδιάζουμε το αύριο, και τα ρέστα και τα σέα και τα μέα, που στα είπα νομίζω ή σχεδόν στα είπα ή σχεδόν νομίζω ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων- μου άφηνε πάντα και ανελλιπώς ένα… εικοσάρικο επάνω στο γκισέ, «για την άριστη εξυπηρέτηση». Κι εγώ, μία μόνο φορά, την πρώτη-πρώτη, είχα τολμήσει να φέρω αντίρρηση και να μη το δεχτώ, ενώ στη συνέχεια είχα σκεφτεί πιο ώριμα και έπαιρνα το εικοσάρικο χωρίς καμία αντίρρηση, κάθε μήνα, γιατί έτσι και έφερνα αντίρρηση και δεν το έπαιρνα, εκεί μέσα θα ήταν ακόμα μέχρι σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια, και ο κύριος Επαμεινώνδας και εγώ, η πελατεία, ο κύριος διευθυντής, η αστυνομία, το λιμεναρχείο, ο κύριος δήμαρχος, ο δραγάτης, ο ραβδοσκόπος, η ΔΕΗ και η Μετεωρολογική Υπηρεσία, το ΕΚΑΒ, το ΤΣΜΕΔΕ και ο ΣΠΑΠ, που λέει ο λόγος, δηλαδή κι ακόμα παραπέρα…
 
Και μετά πήγα και αγόρασα ένα φτηνό, πήλινο κουμπαρά και έκατσα ένα απόγευμα στο σπίτι μου κι έγραψα προσεκτικά και κατά γράμμα ολόκληρο το όνομά του, έτσι που να πιάνει όλη την περιφέρεια, αλλά και να χωράει τέλεια σ’ αυτή. Πώς τα κατάφερα; Ο άνθρωπος έχει απρόσμενες δυνατότητες, που δεν τις ξέρει ούτε ο ίδιος. Ναι, το κατάφερα: Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος. Αυτό έγραψα. Και εκεί μέσα, σ’ αυτό τον κουμπαρά έριχνα τα εικοσάρικα που μου έδινε κάθε μήνα και για πέντε ολόκληρα χρόνια.
 
Και νομίζω πως στο είπα ήδη, εκτός λάθους, αυτό τον κουμπαρά έβγαλα και τον κούναγα πάνω-κάτω, πάνω στο καράβι και άντε πάνω-κάτω και άκουγα τον μεταλλικό ήχο τού περιεχομένου του -σου το ’πα σίγουρα, αλλά τέλος πάντων- και με κοίταζαν όλοι ανάγυρω σαν χαζοί και τι θά ’λεγαν άραγε μέσα τους ή και μεταξύ τους, «κοιτάξτε, ρε παιδιά, εκείνο το χαζοβιόλη, ολόκληρος μαντράχαλος, να παίζει με τον κουμπαρά του!» και είναι δηλαδή να απορεί κανείς με τη μωρότητα που επικρατεί γύρω μας και ιδιαίτερα πάνω σ’ ένα καράβι και ειλικρινά τους κοίταζα κι εγώ και απορούσα με όλους αυτούς που δεν καταλάβαιναν ότι κάποιος λόγος θα υπήρχε που εγώ κούναγα τον κουμπαρά. Κι ένιωσα, για άλλη μια φορά και ως αυτοεπιβεβαίωση, ότι εγώ απέχω παρασάγκας πιο μπροστά από τα πλήθη που με περιβάλλουν. Συγγνώμη, που στο λέω, αλλά έτσι ένιωσα!
 
Και ξαφνικά συνηδειτοποίησα ότι η θλίψη κι η μελαγχολία μου είχανε υποχωρήσει και είχανε παραχωρήσει τη θέση τους σε μια νέα διάθεση, νέο κέφι, αιφνίδιο και καλοδεχούμενο, καθώς το πλοίο έσχιζε τη θάλασσα και με απομάκρυνε σιγά-σιγά από το νησί και από τις σκέψεις. Και ειλικρινά αισθάνθηκα ξαφνικά ότι σ’ αυτό με βοήθαγε κι ο ίδιος ο κυρ- Κάναντας, με την αισιοδοξία του. Με βοήθαγε ν α τ ο ν ξ ε χ ά σ ω και να ηρεμήσω κι είχα μείνει με τον κουμπαρά στα χέρια κι ένα χαμόγελο, έστω και στραβό, επιτέλους στα χείλια μου και βρέθηκα να κάνω κι ένα λογαριασμό:
 
«Πέντε έτη επί δώδεκα μήνες που… εξακολουθεί να έχει το έτος, μας κάνουν εξήντα, και εξήντα επί είκοσι μας κάνουν χίλια διακόσια. Λοιπόν, χ ί λ ι ε ς δ ι α κ ό σ ι ε ς δ ρ α χ μ έ ς πρέπει να έχει μέσα, τούτος εδώ ο κουμπαράς
 
Και μ’ αυτή την κεραυνοβόλα διαπίστωση, νόμισα ξαφνικά και το ένιωσα κιόλας, ότι είχανε λυθεί όλα τα προβλήματά μου, ακόμα και το οικονομικό, είχα απαλλαγεί από τους υπαρξιακούς μου προβληματισμούς και είχα επιτέλους ανακαλύψει τον τύπο για το φάρμακο κατά της φαλάκρας, πράγμα που θα σ’ ενδιαφέρει κι εσένα, πολύ σύντομα, αν δηλαδή προλάβεις ν’ ακούσεις και τα τελικά συμβάντα, χωρίς να σού ’χει πέσει και η τελευταία τρίχα απ΄ το κεφάλι σου. Τουλάχιστον έτσι θα ένιωθα εγώ αν ήμουν στη θέση σου. Εγώ, που ξαναέχωσα τον κουμπαρά στην τσάντα με τα λοιπά ενθύμια, ξάπλωσα σ’ ένα πάγκο του καταστρώματος, ακούμπησα την τσάντα κάτω από το κεφάλι μου κι έκλεισα ήρεμος τα μάτια. Πρέπει δε να με πήρε και λίγο ο ύπνος, αλλά α υ τ ό ειδικά, δεν το θυμάμαι και τόσο καλά…
 
Τι να πιούμε τώρα; Θες ένα ουζάκι; Ποτέ δεν λές όχι εσύ! Γι αυτό σε παραδέχομαι…
 
Λοιπόν, με την κουβέντα ξέχασα να σου πω, ότι, θα πρέπει να είχανε περάσει σωστά πέντε χρόνια, από τότε που είχα φύγει από το νησί και δούλευα και ζούσα πλέον στην Αθήνα, όταν μου στείλανε εκείνο το γράμμα, το π ρ ώ τ ο και μοναδικό, από τότε και μου γράφανε ότι «ο Κάναντα πέθανε». Είχε πεθάνει ένα μήνα πριν και εγώ δεν το είχα μάθει, δηλαδή δεν το έμαθα, παρά τη μέρα που πήρα αυτό το γράμμα, όπου μου το γράψανε. Αν το είχα μάθει θα είχα πάει στην κηδεία του, δηλαδή θα είχα πάει στο νησί, όπου δεν είχα ξαναπατήσει το πόδι μου, από τότε που έφυγα. Σίγουρα θα είχα πάει! Αλλά δεν το είχα μάθει, ειλικρινά σου μιλάω και είχα στενοχωρηθεί γι’ αυτό και για το ότι δεν παρευρέθηκα στην κηδεία του. Δηλαδή λυπήθηκα π ά ρ α π ο λ ύ, πώς να σου το πω, για να το καταλάβεις; ΄Ενα περίεργο συναίσθημα με συνεπήρε, λες και δεν ήξερα ότι κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό, σαν να έγινε πια και κάτι εντελώς απρόσμενο!.. Π ά ρ α π ο λ ύ, να πούμε, καταλαβαίνεις…………
 
Και, με δυό κουβέντες, πήρα το παπόρι ένα πρωί και πήγα στο νησί, έτσι γιατί το ένιωθα σαν μια μεγάλη ανάγκη, σαν υποχρέωση, αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, όχι τόσο σαν ανάγκη ή σαν υποχρέωση, όσο μάλλον σαν κάτι να μ’ έσπρωχνε, τέλος πάντων, σαν μια ανεξήγητη δύναμη, σαν κάποια έλξη μυστηριακή, σαν να με καλούσε ο ίδιος, τι να σου λέω τώρα!
 
Και ουσιαστικά εδώ ήθελα να καταλήξω, μ’ όλη αυτή την ιστορία που σου έχω αραδιάσει, εδώ σ’ αυτό το σημείο, αλλά δεν είμαι και τόσο καλός στη διήγηση και μάλιστα την προφορική και τα στριφογυρίζω λίγο τα πράγματα, κάπου τα μπερδεύω, θα τό ’χεις διαπιστώσει κι εσύ βέβαια, αλλά το κυριότερο ξ ε χ ν ά ω κιόλας. Μου το ’λεγε κι ο κυρ- Επαμεινώνδας, «ξεχνάς, παιδί μου», μού ’λεγε, λες κι αυτός δεν ξέχναγε, αλλά βέβαια εγώ ήμουν νέος τότε και δεν δικαιολογιόταν η αφηρημάδα μου. «Μη το παίρνεις κατάκαρδα, όμως», συμπλήρωνε ο καημένος. «Όλοι οι μεγάλοι άνδρες στην ιστορία ήτανε ξεχασιάρηδες και αφηρημένοι, γι αυτό μη το παίρνεις τοις μετρητοίς». Με παρηγόραγε. Αλλά πάλι ξέφυγα.
 
Να ’μαι λοιπόν στο νησί. Δεν πάω πουθενά να δω κανένα. Μια και δυο τραβάω για το κοιμητήρι. Στο δρόμο, πάλι θυμήθηκα τι μου είχε πει ο Κάναντα και γι αυτό το θέμα και βούρκωσα για δεύτερη φορά, μέσα σε μια… δεκαετία: «Παιδί μου», έτσι μ’ έλεγε συνέχεια, «δεν χρειάζεται να έρχεσαι για να με δεις. Ούτε και να μου γράφεις. Έτσι κι αλλιώς δεν βλέπω καλά να τα διαβάσω. Αφού εσύ θα λείπεις ποιός θα μου διαβάζει τα γράμματα! Εγώ εδώ θα είμαι μια χαρά και νά ’σαι ήσυχος. Αλλιώς θα ανησυχώ κι εγώ και δεν το θέλω».
 
Αλλά… ο Κ ά ν α ν τ α δεν ήταν μια χαρά! Βρήκα το λιτό του τάφο και τι να δώ! Αμέσως ξεβουρκώσανε τα μάτια μου κι αστράψανε. Έγινα έξω φρενών και, όπως λένε στο νησί, έγινα παπόρι. Δεν ήταν δυνατό, αυτό που έβλεπαν τα αγριεμένα μάτια μου, ήτανε απίστευτο και με κατέλαβε οργή μεγάλη και ειλικρινά θύμωσα πολύ, εκτός από τις τύψεις που με πλημμύρισαν: Πάνω στο λιτό του τάφο είχαν γράψει την ηλικία του, « ετών 99 », και το όνομά του, αλλά όχι όπως θα το ήθελε εκείνος. Όχι ολόκληρο. Και οποία ε ι ρ ω ν ί α ! Να κρατάς το όνομά σου ολόκληρο μια ολόκληρη ζωή και μόλις κόβεται η ζωή σου να στο κόβουνε. Είχανε γράψει:
 
Ε. Α. Χ’’ΧΑΡΑΛΑΜΠ / ΛΟΣ.
 
Οι άθλιοι! Αυτό είχανε γράψει και πώς τόλμησαν δηλαδή και πώς να τους χαρακτηρίσεις όποιοι κι αν ήταν, δεν ξέρω κι ούτε θέλω να ξέρω και να μη το μάθω ποτέ, που όλοι στο νησί γνώριζαν το χούι του και ντροπής τους δηλαδή, δεν επιτρέπεται…
 
Φεύγω αμέσως έξαλλος και πάω απέναντι στον μπάρμπα-Φώτη, το μαρμαρά, που νομίζω τά ’χασε λίγο από το ύφος μου και δίκαια ο άνθρωπος, ούτε καλημέρα δεν του είπα και με θυμήθηκε κιόλας και πήγε να με χαιρετήσει και να μου χαμογελάσει και δεν πρόλαβε:
 
Γίνεται», του λέω κοφτά, «να γράψεις ολόκληρο το όνομα στον τάφο τού Κάναντα
 
Όλα γίνονται», μου απάντησε, μάλλον δειλά. «Δηλαδή, ακόμα κι αυτό! Θα τα στριμώξουμε λίγο, μπορεί να πάρει και δυο-τρεις γραμμές, αλλά θα γίνει. Μάλλον…»
 
Όχι μάλλον….», απότομα το είπα κι αυτό!
 
Θα γίνει…σίγουρα…εννοώ, μάλλον είναι βέβαιο πως ίσως τα καταφέρω… αυτό εννοώ».
 
Και πόσο θα στοιχίσει;», ξαναρώτησα, σχεδόν άγρια.
 
Έκανε ένα μικρό υπολογισμό, κοίταξε μια εμένα μια το ταβάνι του μαγαζιού του, δεν φαινόταν να πολυκαταλαβαίνει τι συνέβαινε και δεν ξέρω γιατί, ήτανε ηλίου φαεινότερον, άφησε δυο-τρία λεπτά να περάσουν και στο τέλος μου ξαμόλησε ένα χαζό χαμόγελο, απ’ όπου μπόρεσα να διακρίνω να ξεγλιστράνε διάφορα ακατάστατα σχήματα, μια κάποια αμφιβολία, λίγος φόβος -βλέπεις ο ίδιος, είχε, ο καημένος, πετσοκόψει τότε το όνομα πάνω στην πλάκα- μια δόση άγνοιας, με γεύση καχυποψίας και διπλή μερίδα περιέργεια -το σήμα κατατεθέν του νησιού. Μετά μου μοστράρει ένα δόντι χρυσό και δυο να λείπουν και στο τέλος μου ξαμόλησε και το ποσό που μ’ άφησε εμβρόντητο, όχι γιατί ήταν φτηνό, που ήταν, ούτε γιατί ήταν ακριβό, αλλά γιατί ήταν… α κ ρ ι β ώ ς !!!
 
Ψιλοπράματα! Χίλιες διακόσιες δραχμές θα σου κοστίσει, ολόκληρο το όνομα, να στο χαράξω. Ολόκληρο».
 
Χάραξέ το». Με σθένος την έδωσα την εντολή και ήμουν σίγουρος, για πρώτη μου φορά σε όλη τη ζωή μου, ότι επιτέλους έκανα κάτι εντελώς σωστά και αποφασιστικά, έπαιρνα επιτέλους μιαν απόφαση με… αποφασιστικότητα και ήμουν απόλυτα -το ξαναλέω, απόλυτα- βέβαιος, εγώ ο αβέβαιος, πως τούτη τη φορά δεν επρόκειτο να γίνει κανένα λάθος και κυρίως στο όνομα, το οποίο ήταν γραμμένο ολόκληρο, ολόσωστο και από μένα τον ίδιο αυτοπροσώπως, κι έπιανε ολόκληρη την περιφέρεια ενός πήλινου κουμπαρά: Επαμεινώνδας Αριστογείτονος Χατζηχαραλαμπόπουλος. Ακριβώς !
 
Ακριβώς εδώ ήθελα κι εγώ να καταλήξω: Χίλιες διακόσιες δραχμές, μου είχε πει ο μαρμαράς και δεν πιστεύω να ξέχασες, ότι είχα στη διάθεσή μου ένα κουμπαρά γεμάτο εικοσάρικα, που έφταναν στο ίδιο ακριβώς ποσό και που δεν γνωρίζω ποιά μυστήρια δύναμη με είχε οδηγήσει να τον πάρω μαζί μου στο νησί και να τον ξανακουνάω πάνω-κάτω, πάνω στο πλοίο και τα ρέστα, καθώς ερχόμουν και να με ξανακοιτάνε όλοι παράξενα.
 
Ακριβώς εδώ και τον παρέδωσα, που λες, αυτούσιο, τουτέστιν άσπαστο και όπως ήταν, στα… έκπληκτα χέρια του μαρμαρά, ο οποίος, μέχρι τότε, είχε πληρωθεί τοις μετρητοίς, με δόσεις, με επιταγή, με γραμμάτια, με συναλλαγματική, με εθνοκάρτα, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του και προφανώς και τελευταία, θα πληρωνόταν με… κουμπαρά! Δεν πιστεύω να ξέχασες ότι υπήρχε στην τσάντα με τα ενθύμια αυτός ο κουμπαράς, έτσι δεν είναι; Σίγουρα έτσι είναι, γιατί εσύ δεν είσαι ξεχασιάρης σαν κι εμένα.
 
Εμένα, δηλαδή, που ξέχασα να σου πω, ότι, όπως έμαθα αργά το βράδυ, της ίδιας εκείνης μέρας, στην ταβέρνα «η Στέρνα», ο Επαμεινώνδας -πάει το «κυρ»- ο επιλεγόμενος και Κάναντα, λίγο πριν πεθάνει, είχε β ρ ε ι ν ε ρ ό στο χωράφι του.
Άρις Αντάνης
 
 
Παιδιόθεν
 
Posted on January 28, 2011 by Adanis Aris
 
 
( …ίνα ευ σοι γένοιτο……)
Άρις Αντάνης
 
κι αν η ζωή που διάλεξα
κι αν οι πράξεις που έπραξα
 
κι αν οι αρχές που δεν ετήρησα
κι αν οι αξίες που καταστρατήγησα
 
κι αν οι πορείες που τράβηξα
κι αν οι όρκοι που επάτησα
 
κι αν οι προσδοκίες που διέψευσα
κι αν οι χρόνοι που σπατάλησα
 
δεν μου επιτρέπουν
να καυχιέμαι
πως είμαι παιδί τους
 
κανένας άνθρωπος
κανένας νόμος
 
ούτε ο Θεός
δεν μου απαγορεύει
να πλημυρίζω από υπερηφάνεια
όταν λέω:
αυτός ήταν πατέρας μου
κι εκείνη μάννα μου.
Άρις Αντάνης
 
 
Η αλήθεια γυμνή
 
Posted on January 13, 2011 by Adanis Aris
 
Άρις Αντάνης
Και στο φως το αχνό της ψυχής μου, εάν…
για να ρθουν να με σώσουν, δεν γνέψω,
μέρη του λόγου παρήγορα, είναι μι’ αλήθεια,
που με βρίσκει ανέτοιμο.
 
Και το τραγούδι τ ‘απαλό της τρυγόνας, εάν…
δεν παρασύρει στο δάσος τις σκέψεις μου,
να τις ξεστρατίσει στο όνειρο, είναι μι’ αλήθεια,
που με χρίζει πανέτοιμο.

Και το κοίταγμα στο λάλο φεγγάρι, εάν…
δεν στρέψει, τον άβουλο νου μου σ’ ένα κελί
που με έχει δεσμώτη στην έγνοια σου,
μια αλήθεια με θέλει αδύναμο.

 
Και στο γάργαρο νάμα, που δροσίζει, ενωμένες
σφιχτά τις παλάμες μου, δεν κυλήσει, εάν…
αλμυρό ένα δάκρυ ως τα χείλη, μια αλήθεια
με θωρεί παντοδύναμο.
 
Και, αλήθεια, τι εστιν η δική μου “αλήθεια”;
ποιο “εάν” και ποιο “τίποτα” μεταγράφουν τις σκέψεις;
Τι σημαίνουν, μες τις ώρες της ζωής μου, ετούτες οι λέξεις;
Είναι κάτι απτό που δεν είναι ή κάτι χωρίς ύλη που είναι;
 
Είναι σαν ένα ποίημα που είναι και δεν είναι.
Θαρρώ πως δίνει νόημα στην έμπνευση, δίχως υφή.
Δίνει ένα όνομα σε κάθε αίσθηση- και στην αφή!
Και μια μορφή προσωρινή στις απορίες μου…

© Άρις Αντάνης
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου